ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ, ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ, ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
ΤΟΜΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ, ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
ΤΟΜΟΣ ΕΚΤΟΣ
ΤΟΜΟΣ ΕΒΔΟΜΟΣ
ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Αἱ ἀρχαὶ τῆς νεωτέρας Ἑλληνικῆς λεξικογραφίας ἀνέρχονται εἰς τὰς πρώτας δεκαετηρίδας
τοῦ 17ου αἰῶνος. Παρέργως ἀναφέροντες τὸν Girolamo Germano, ὁ ὁποῖος τὸ 1622 ἐδημοσίευσεν
ἐν Ρώμῃ τὸ Vocabolario Italiano, ἐν ᾧ αἱ Ἰταλικαὶ λέξεις ἑρμηνεύονται δι’ Ἑλληνικῶν τῆς λογίας
καὶ τῆς δημώδους χρήσεως, ἐρχόμεθα εἰς τὸν Sim. Portius, ὁ ὁποῖος τὸ 1635 ἐξέδωκεν ἐν Παρισίοις
λεξικὸν Λατινικόν, Ρωμαῖκον καὶ Ἑλληνικόν, ἐν ᾧ αἱ Λατινικαὶ λέξεις ἑρμηνεύονται διττῶς, πρῶτον
μὲν διὰ τῆς συγχρόνου λογίας γλώσσης ἀναμείκτου μετὰ δημωδῶν στοιχείων, ἔπειτα δὲ διὰ τῆς
ἀρχαιοτέρας Ἑλληνικῆς (πβ. emendico = ψωμοζητῶ, διακονοῦμαι, ἐρανίζω· emo = ἀγοράζω, ὠνοῦμαι,
ἐκπρίαμαι· proditio = κατάδοσις, καταδοσιά, προδοσία κττ.). Ὡς δεύτερον μέρος τοῦ λεξικοῦ τούτου
προσετέθη Λεξικόπουλο Ρωμαῖκο, Ἑλληνικὸ καὶ Λατινικό, εἰς τὸ ὁποῖον αἱ δημώδεις λέξεις ἑρμη-
νεύονται ἑλληνιστὶ καὶ λατινιστί.
Κατόπιν πρῶτος ἐκ τῶν Ἑλλήνων ὁ Γεράσιμος Βλάχος ὁ Κρὴς ἐξέδωκεν ἐν Ἑνετίᾳ τὸ 1659
λεξικὸν μὲ τὸν τίτλον Θησαυρὸς τῆς ἐγκυκλοπαιδικῆς βάσεως τετράγλωσσος (ἀρχαίας Ἑλληνικῆς,
Νεοελληνικῆς, Λατινικῆς καὶ Ἰταλικῆς). Εἰς τοῦτο αἱ λέξεις τῆς συγχρόνου κοινῶς ὁμιλουμένης
Ἑλληνικῆς δὲν φέρουν πᾶσαι τὸν γνήσιον δημώδη τύπον. Ὑπάρχουν καὶ λόγιοι τύποι λέξεων, ἰδίᾳ
δὲ τὰ εἰς -σις οὐσιαστικὰ φέρονται πάντα οὕτω. Μετὰ τὸν Βλάχον ἐξέδωκεν ἐν Παρισίοις τὸ 1709
Θησαυρὸν τῆς Ρωμαίκης καὶ Φράγκικης γλώσσας ὁ Alessio da Somavera. Τὸ λεξικὸν τοῦτο περι-
λαμβάνει λέξεις τῆς συγχρόνου δημώδους ἑρμηνευομένας ἰταλιστί. Καὶ εἰς τὸ Tesoro della lingua
Italiana e Greca - Volgare τοῦ αὐτοῦ αἱ Ἰταλικαὶ λέξεις ἑρμηνεύονται διὰ τῆς δημώδους Ἑλληνικῆς.
Μικροτέρου λόγου ἄξιον εἶναι τὸ τρίγλωσσον λεξικὸν τῆς Ρωμαϊκῆς, Γαλλικῆς καὶ Ἰταλικῆς διαλέκτου
τοῦ Γεωργίου Βεντότη δημοσιευθὲν ἐν Βιέννῃ τὸ 1790, λεξικὸν μᾶλλον τῆς λογίας γλώσσης περιέχον
ἐλαχίστας δημώδεις λέξεις.
Ἀφθονώτεραι εἶναι αἱ λεξικογραφικαὶ ἐργασίαι τοῦ 19ου αἰῶνος. Ἄξιον λόγου εἶναι τὸ
Ἑλληνογαλλικὸν λεξικὸν τοῦ ἐνθουσιώδους φιλέλληνος F.D. Dehèque (dictionnaire grec moderne
-français) ἐκδοθὲν ἐν Παρισίοις τὸ 1825. Τοῦτο περιέχει λέξεις καὶ τῆς δημώδους καὶ τῆς λογίας
γλώσσης, τὴν ὁποίαν ὁ ἐκδότης χαρακτηρίζει ὡς τὴν πλουσιωτέραν γλῶσσαν τοῦ κόσμου, ἔτι δὲ καὶ
ὡραιοτέραν καὶ ἁρμονικωτέραν, διότι εἶναι συνέχεια τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς, ἡ ὁποία λαλουμένη ὑπὸ
ἔθνους ποιητικοῦ καὶ μουσικοῦ ἧτο μία μελῳδία διαρκής. Αἱ δημώδεις λέξεις δὲν γράφονται πάντοτε
συμφώνως πρὸς τὴν φυσικήν των προφοράν, ὡς κτένι, κτήσιμον, πτωχόσπιτο κτλ., σπανίως δὲ
παρατίθενται καὶ παραδείγματα τοῦ κοινοῦ λόγου πρὸς διασάφησιν τῶν σημασιῶν. Ἀπὸ τοῦ 1828
μέχρι τοῦ 1835 ἐξεδόθησαν ἐν Παρισίοις τὰ περιώνυμα Ἄτακτα τοῦ Ἀδαμαντίου Κοραῆ. Εἰς
τὸν 2ον, 4ον καὶ 5ον τόμον περιέχεται ἀρκετὸν γλωσσικὸν ὑλικὸν τῆς κοινῆς Ἑλληνικῆς, ἀλλ’ ὁ Κοραῆς
δὲν διετήρησε πανταχοῦ τοὺς δημώδεις τύπους τῶν λέξεων. Πολλοὺς ἀντικατέστησε διὰ τῶν τύπων
τῆς λογίας χρήσεως. Τὰ Ἄτακτα εἶναι ἡ πρώτη καὶ ἡ μόνη μέχρι τοῦδε ὁπωσοῦν ἀξία λόγου ἀπόπειρα
συντάξεως ἱστορικοῦ λεξικοῦ τῆς νέας Ἑλληνικῆς γλώσσης. Τὸ 1834 ἐξεδόθη ἐν Μονάχῳ τῆς Βαυαρίας
τὸ Ὀνομαστικόν, τετράγλωσσον Γαλλοαγγλογραικελληνικὸν τοῦ Poppleton, τὸ ὁποῖον μετεφράσθη
εἰς τὴν Ἑλληνικὴν μετὰ πολλῶν προσθηκῶν ὑπὸ τοῦ Γεωργίου Θεοχαροπούλου. Τοῦ λεξικοῦ τούτου
συνταχθέντος κατὰ συστήματα καὶ περιέχοντος ἀλφαβητικοὺς πίνακας τῶν Γαλλικῶν, Ἀγγλικῶν καὶ
Ἑλληνικῶν λέξεων λογίων καὶ δημωδῶν τέταρτον μέρος ἀποτελεῖ ὁ Γραικικὸς πίναξ μετὰ προσθήκης
καὶ ἄλλων λέξεων, μεθ’ ἑρμηνειῶν καὶ ἄλλων σημειώσεων. Περιέχει οὗτος λέξεις δημώδεις, τῶν ὁποίων
ὁμοίως δὲν τηρεῖται πανταχοῦ ἡ δημώδης μορφή, ὡς ἀγριοράπανον, ἀηδόνιον, ἄλογον, κτίριον
κτλ. Ὀλίγον βραδύτερον τὸ 1837 ἐξέδωκεν ἐν Κερκύρᾳ ὁ Ἄγγλος R. Lowndes λεξικὸν Νεοελληνικόν,
εἰς τὸ ὁποῖον αἱ λέξεις ἑρμηνεύονται ἀγγλιστί. Τοῦτο περιέχει πλείστας μὲν λογίας λέξεις, ὀλίγας δὲ
δημώδεις, ἀλλὰ δὲν δύναταί τις νὰ εἴπῃ μετὰ βεβαιότητος ὅτι καὶ αἱ ὀλίγαι αὑται δημώδεις εἶναι
πᾶσαι τῆς συγχρόνου λαλουμένης γλώσσης. Ὁ λεξικογράφος παρέλαβεν ἀρκετὰς ἀπὸ τὸν Somavera,
περὶ τῶν ὁποίων ὑπάρχει ἀμφιβολία ἂν ἐλέγοντο τότε.
Ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ παρελθόντος αἰῶνος ἡ λεξικογραφία ἀποβαίνει πλουσιωτέρα ὑπὸ ἔποψιν
καὶ ποσοῦ καὶ ποιοῦ. Τὸ 1854 ὁ Μ. Ν. Περίδης ἐξέδωκεν ἐν Ἑρμουπόλει Σύρου λεξικὸν Ἑλληνικὸν
καὶ Ἰταλικὸν περιέχον πάσας τὰς λέξεις τῶν προεκδοθέντων λεξικῶν, τὰς νεωστὶ εἰσαχθείσας εἰς τὴν
γλῶσσαν φιλολογικὰς καὶ ἐπιστημονικάς, τὰς λέξεις τοῦ ἐμπορίου, τῶν τεχνῶν κττ. Τὸ λεξικὸν ἄρα
τοῦτο εἶναι τῆς δημώδους καὶ τῆς λογίας χρήσεως. Ἀλλὰ τὸ πληρέστερον καὶ τελειότερον λεξικὸν τοῦ
αἰῶνος τούτου εἶναι τὸ λεξικὸν τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἑλληνικῆς διαλέκτου μεθερμηνευομένης εἰς τὸ ἀρχαῖον
Ἑλληνικὸν καὶ τὸ Γαλλικὸν ἐκδοθὲν ἐν Ἀθήναις τὸ 1874 ὑπὸ τοῦ Σκαρλάτου Βυζαντίου. Ὁ συγγρα-
φεὺς ὅμως κατ’ ἐπίδρασιν προφανῶς τῆς λογίας γλώσσης ἀναγράφει πολλάκις τὰς λέξεις ὄχι καθὼς
ἐπροφέροντο εἰς τὴν φυσικὴν γλῶσσαν τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ διωρθωμένας κατὰ τὴν προφορὰν τῆς ἀρχαίας,
διὸ γράφει κτένι, κτίζω, πταίω κττ., ὁμοίως γράφει μετὰ τελικοῦ ν πάντα τὰ οὐδέτερα δευτερόκλιτα,
ὡς μερτικόν, πρωτοπαλλήκαρον κτλ. Ἐλάχισται δημώδεις λέξεις ὑπάρχουν καὶ εἰς τὸ Nouveau
dictionnaire grec moderne - français τὸ ἐκδοθὲν ἐν Παρισίοις τὸ 1882 ὑπὸ τοῦ E. Legrand. Τελευ-
ταῖος ὁ Πέτρος Βλαστὸς ἐξέδωκεν ἐν Ἀθήναις τὸ 1931 λεξικὸν μὲ τὸν τίτλον Συνώνυμα καὶ συγγενικά,
τέχνες καὶ σύνεργα. Τοῦτο εἶναι τὸ πλουσιώτερον καὶ ἀκριβέστερον λεξικὸν τῆς νέας Ἑλληνικῆς εἰς τὴν
ἀκριβῆ δημώδη αὐτῆς μορφήν. Μέγας πλοῦτος λέξεων. Ἀπὸ φωνητικῆς ἀπόψεως ἔχει τὴν ἀρετὴν
τῆς ἀκριβείας, ἀλλ’ ἀπὸ σημασιολογικῆς τὸ ἐλάττωμα τῆς ἐλλείψεως σημασιῶν, διότι αἱ λέξεις δὲν
ἑρμηνεύονται εἰμὴ σπανίως. Ὁ ἀναγνώστης δὲν δύναται πάντοτε νὰ ἐννοήσῃ τὴν ἀκριβῆ σημασίαν
λέξεώς τινος ἐκ τῶν παρατιθεμένων συνωνύμων καὶ συγγενικῶν. Ὁ συγγραφεὺς δὲν ἠρκέσθη μόνον
εἰς τὰς γνησίας δημώδεις λέξεις, ἀλλὰ κατέγραψε καὶ ἀρκετάς, αἱ ὁποῖαι ἀναφέρονται ὑπὸ παλαιοτέρων
τοῦ 1800 λεξικογράφων καὶ εἶναι ἀμφίβολον ἂν λέγωνται σήμερον, ὡς ἀδακρυσιὰ καὶ ἀδικάζω
τοῦ Somavera, ἢ ἐπλάσθησαν ὑπὸ λογίων. Ὁ ἴδιος λέγει ρητῶς εἰς τὸν πρόλογον ὅτι πρέπει νὰ
ἐπαναφέρωμεν εἰς τὴν ζωὴν πλῆθος λέξεων, αἱ ὁποῖαι κοντεύουν νὰ λησμονηθοῦν, διότι περιεφρονήθη
πάντοτε ἡ δημώδης γλῶσσα, καὶ ὅτι ἐδυσκολεύθη πολὺ νὰ ἀποφασίσῃ ποίας λέξεις ἔπρεπε νὰ παρα-
λάβῃ εἰς τὸ λεξικὸν καὶ ποίας ὄχι, τελευταῖον δὲ ἐξέλεξεν ἐκείνας, περὶ τῶν ὁποίων ὑπῆρχε πιθανότης
νὰ ζήσουν εἰς τὴν γραπτὴν γλῶσσαν. Κατὰ ταῦτα δὲν δύναται νὰ χαρακτηρισθῇ ὁλόκληρον τὸ ὑλικὸν
τοῦ καλοῦ τούτου λεξικοῦ ὡς γνήσιον δημῶδες τῆς σήμερον λαλουμένης γλώσσης. Εἰς τὰ ἀνωτέρω
δυνάμεθα νὰ καταλέξωμεν καὶ τὰς Νεοελληνικὰς μελέτας (Neugriechische Studien) τοῦ G. Meyer
ἐκ τῶν Πρακτικῶν τῆς Αὐτοκρατορικῆς Ἀκαδημίας τῶν ἐπιστημῶν τῆς Βιέννης δημοσιευθείσας τὸ
1894. Εἰς ταύτας πραγματεύεται ὁ συγγραφεὺς περὶ τῶν Σλαβικῶν, Λατινικῶν καὶ Νεολατινικῶν
δανείων τῆς νέας Ἑλληνικῆς.
Λεξικογραφικαὶ ἐργασίαι, εἰς τὰς ὁποίας ἀπαντᾷ δημῶδες γλωσσικὸν ὑλικὸν εἶναι καὶ αἱ
ἑπόμεναι. Πρῶτον τὰ μεσαιωνικὰ λεξικὰ τοῦ Meursius (1614) καὶ τοῦ Du Cange (1688), τὰ ὁποῖα
περιέχουν μὲν τὰς δημωδεστέρας λέξεις τῶν μεσαιωνικῶν χρόνων, ἀλλὰ τῶν λέξεων τούτων ἱκαναὶ
σῴζονται καὶ εἰς τὴν νέαν Ἑλληνικήν. Ἔπειτα τὸ Ἑλληνικὸν Ὀνομαστικὸν τοῦ Πέτρου Βεροῦ καὶ
Ἰωάννου Ἰανούλη δημοσιευθὲν ἐν Μονάχῳ τῆς Βαυαρίας τὸ 1828. Τὸ ὑλικὸν τοῦ λεξικοῦ τούτου εἶναι
κατατεταγμένον κατὰ συστήματα, οἷον ἐνδύματα καὶ στολισμοί, τὰ περὶ τὴν τράπεζαν κττ. Λέξεις
ἀρχαῖαι ἑρμηνεύονται ἐνίοτε διὰ δημωδῶν, σπάνια δὲ εἶναι τὰ δημώδη λήμματα. Τὸ λεξικὸν τῆς
ἀρχαίας Ἑλληνικῆς τοῦ Ἀνθίμου Γαζῆ ἐκδοθὲν ἐν Βιέννῃ τὸ 1837, εἰς τὸ ὁποῖον λέξεις τινὲς ἑρμη-
νεύονται καὶ διὰ δημωδῶν, οἷον ἀκέραιος = ἀδιαγούμητος, ἄδιψος = ἀδίψαστος κτλ. Τὸ Ἑλληνο-
γαλλικὸν λεξικὸν τοῦ Ἀγγέλου Βλάχου ἐκδοθὲν ἐν Ἀθήναις τὸ 1897, τὸ ὁποῖον περιέχει ὀλίγας
δημώδεις μεταξὺ τῶν πολλῶν λογίων λέξεων ἑρμηνευομένας γαλλιστί. Ἡ Συναγωγὴ νέων λέξεων τοῦ
Στεφάνου Κουμανούδη ἐκδοθεῖσα ἐν Ἀθήναις τὸ 1900 καὶ περιέχουσα κυρίως μὲν λέξεις τῆς λογίας
χρήσεως, ἐλαχίστας δὲ δημώδεις. Τὸ Ἑλληνογερμανικὸν λεξικὸν τοῦ Ι. Κ. Μητσοτάκη ἐκδοθὲν τὸ
τρίτον ἐν Ἀθήναις τὸ 1905 καὶ περιέχον πλὴν τῶν λογίων καὶ δημώδεις λέξεις χαρακτηριζομένας
δι’ ἰδίου σημείου. Τὸ Ἑλληνογαλλικὸν λεξικὸν τοῦ Ἀντωνίου Ἠπίτη ἐκδοθὲν ἐν Ἀθήναις τὸ 1908,
τὸ ὁποῖον περιέχει περισσοτέρας μὲν λέξεις τῆς λογίας, ἰδίᾳ δὲ ὅρους ἐπιστημονικούς, ὀλίγας δὲ δημώ-
δεις τῆς κοινῆς καὶ τῶν ἰδιωμάτων. Τελευταῖα ἀναφέρομεν τὰ ἐγκυκλοπαιδικὰ λεξικά, τὴν Μεγάλην
Ἐγκυκλοπαιδείαν τῆς Ἑταιρείας «Πυρσὸς» (1926) καὶ τὸ Ἐγκυκλοπαιδικὸν λεξικὸν Κ. Ἐλευθερου-
δάκη (1927), εἰς τὰ ὁποῖα κατεχωρίσθησαν πολλαὶ δημώδεις λέξεις.
Καὶ αἱ μὲν εἰρημέναι λεξικογραφικαὶ ἐργασίαι ἀνάγονται εἰς τὴν καθόλου Ἑλληνικήν, τὴν
λεγομένην κοινήν, ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλαι, αἱ ὁποῖαι ἀνάγονται εἰς τὰ ἐπὶ μέρους ἰδιώματα. Ὁ
Λεωνίδας Ζώης ἐξέδωκεν ἐν Ζακύνθῳ τὰ ἔτη 1898-1916 λεξικὸν φιλολογικὸν καὶ ἱστορικὸν Ζακύνθου,
ὁ Μιχαὴλ Δέφνερ τὸ 1923 ἐν Ἀθήναις λεξικὸν τῆς Τσακωνικῆς διαλέκτου καὶ ὁ G. Rohlfs τὸ 1930
ἐν Χάλλῃ τῆς Πρωσίας ἐτυμολογικὸν λεξικὸν τῆς ἐν τῇ κάτω Ἰταλίᾳ Ἑλληνικῆς (Etymologisches
Wörterbuch der unteritalienischen Gräzität). Πλὴν τούτων ἐδημοσιεύθησαν κατὰ διαφόρους
ἐποχὰς καὶ ἄλλα πολλὰ ἰδιωματικὰ γλωσσάρια εἴτε αὐτοτελῆ εἴτε εἰς βιβλία καὶ περιοδικά, ὡς τὸ
Χιακὸν Γλωσσάριον τοῦ Α. Γ. Πασπάτη (1888), τὰ Κυπριακὰ τοῦ Ἀθανασίου Σακελλαρίου (1891).
τὰ Ζῶντα μνημεῖα τῆς ἀνὰ τὸν Πόντον ἰδιωτικῆς τοῦ Ἰωάννου Βαλαβάνη (1892) ἐν τοῖς Ἀρχείοις
τοῦ Συλλόγου Κοραῆ τόμ. 1 καὶ ἄλλα μικρότερα, τῶν ὁποίων πλήρης κατάλογος ὑπάρχει εἰς τὴν
βιβλιογραφίαν.
Ἄξια ἰδιαιτέρας μνείας καὶ τὰ ἑξῆς ἄριστα ὑπὸ πᾶσαν ἔποψιν δύο εἰδικὰ λεξικά. Πρῶτον τὸ
λεξικὸν τοῦ Θ. Χελδράιχ καὶ Σπ. Μηλιαράκη φέρον τὸν τίτλον Τὰ δημώδη ὀνόματα τῶν φυτῶν
προσδιοριζόμενα ἐπιστημονικῶς, τὸ ὁποῖον ἐξεδόθη ἐν Ἀθήναις τὸ 1910, καὶ δεύτερον τὸ φυτολο-
γικὸν λεξικὸν τοῦ Π.Γ. Γενναδίου ἐκδοθὲν ἐν Ἀθήναις τὸ 1914 καὶ περιλαμβάνον τὰ ἐπιστημονικὰ
καὶ δημώδη ὀνόματα, τὴν ἰθαγένειαν, τὴν ἱστορίαν καὶ τὸν βίον ὑπερδεκακισχιλίων φυτῶν.
Καὶ τὰ μὲν μέχρι τοῦ Κοραῆ λεξικὰ εἶναι ἤδη ἀπηρχαιωμένα. Πολλαὶ τῶν ἐν αὐτοῖς λέξεων
δὲν ἀκούονται πλέον. Τὰ δὲ ἀπὸ τοῦ Κοραῆ καὶ ἐντεῦθεν, εἴτε γενικὰ εἴτε ἰδιωματικά, πλὴν τοῦ ὅτι
ὀλίγα μόνον ἱκανοποιοῦν τὰς ἀπαιτήσεις τῆς γλωσσικῆς ἐπιστήμης, δὲν παρέχουν, ὅπερ καὶ τὸ
σπουδαιότερον, συνοπτικῶς γενικὴν εἰκόνα τῆς καθόλου νέας Ἑλληνικῆς καὶ τῆς κοινῆς καὶ τῶν ἰδιω-
μάτων. Εἶναι πενιχρὰ λεξικὰ ἢ μόνον τῆς κοινῆς ἢ μόνον τῆς κοινῆς ἢ μόνον ἰδιωματικά. Ἡ μεγάλη αὕτη ἔλλειψις, τὴν
ὁποίαν βαθέως συνῃσθάνοντο πάντες οἱ λόγιοι ἄνδρες τοῦ ἔθνους, ἔπρεπε μὲ πάντα τρόπον νὰ
πληρωθῇ καὶ οἱ Ἕλληνες καθὼς πάντα τὰ πολιτισμένα ἔθνη νὰ ἀποκτήσουν τὸ πρῶτον βιβλίον
των, τὸ λεξικὸν τῆς ὑπ’ αὐτῶν λαλουμένης γλώσσης. Ἡ γλῶσσα εἶναι τὸ ἄριστον τεκμήριον τῆς
εὐρείας ἢ περιωρισμένης διανοήσεως καὶ τῶν ποικίλων συναισθημάτων τοῦ ἀνθρώπου, τοὐτέστιν ἡ
λαμπροτέρα ἐκδήλωσις ὅλου τοῦ ψυχικοῦ του βίου, τὸ δὲ λεξικὸν ἑνὸς ἔθνους, εἰς τὸ ὁποῖον ἀποθησαυ-
ρίζονται αἱ ὑπ’ αὐτοῦ λεγόμεναι λέξεις, ἀποτελεῖ πλούσιον ἀρχεῖον τῆς καταγωγῆς καὶ τῆς ἱστορίας του
καὶ λαμπρὸν κάτοπτρον, εἰς τὸ ὁποῖον φαεινῶς ἀπεικονίζεται ὁ πολιτισμός του.
⁂
Ἡ πρώτη σκέψις περὶ τῆς ἀνάγκης ταύτης ἐπῆλθεν εἰς τὸν ἱδρυτὴν τῆς γλωσσικῆς ἐπιστήμης
ἐν Ἑλλάδι καὶ καθηγητὴν τῆς γλωσσολογίας ἐν τῷ Πανεπιστημίῳ Ἀθηνῶν Γεώργιον Χατζιδάκιν ἤδη
ἀρχομένου τοῦ παρόντος αἰῶνος. Ὁ Χατζιδάκις εἴπερ τις καὶ ἄλλος ἠδύνατο νὰ κατανοήσῃ τὴν
ἀνυπολόγιστον ἐπιστημονικὴν ἀξίαν τοιούτου ἔργου, διότι αὐτὸς πρῶτος ἐμελέτησε τὴν δημώδη Ἑλλη-
νικήν, καθώρισεν ἀκριβῶς τοὺς διέποντας αὐτὴν θεμελιώδεις φωνητικοὺς καὶ ἀναλογικοὺς νόμους καὶ
εὗρε τὸ ἔτυμον πλείστων δυσερμηνεύτων λέξεων. Τὸ λεξικὸν ὅμως τοῦτο τὸ διενοήθη ὄχι ὡς μεμονω-
μένον, ἤτοι περιωρισμένον μόνον εἰς τὴν νέαν Ἑλληνικὴν καὶ τὴν κοινὴν καὶ τὰ ἰδιώματά της, ἀλλὰ
περιλαμβάνον τὸν μέγαν γλωσσικὸν θησαυρὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, δηλαδὴ ἀρχαίας, μεσαιω-
νικῆς καὶ νέας. Οἱ λόγοι, διὰ τοὺς ὁποίους ὁ Χατζιδάκις ἔκρινεν ὅτι τοιοῦτον ἔπρεπε νὰ εἶναι τὸ
λεξικόν, εἶναι οἱ ἑξῆς.
Ἐπειδὴ ἓν ἀπὸ τὰ σπουδαῖα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, τὰ ὁποῖα
διεσώθησαν μέχρις ἡμῶν, εἶναι ἀναντιρρήτως καὶ ἡ γλῶσσα, ὀφείλομεν ἡμεῖς οἱ νεώτεροι Ἕλληνες,
οἱ ἐναβρυνόμενοι διὰ τὴν ἐξ ἐκείνων καταγωγήν, νὰ μελετῶμεν αὐτὴν ἀπὸ τῆς πρώτης ἐμφανίσεώς
της ἐν τῇ ἱστορίᾳ μέχρι σήμερον. Τοιουτοτρόπως καθίσταται σαφὲς καὶ ἀνεπίδεκτον ἀντιρρήσεως, ὅτι εἰς
πάντας τοὺς αἰῶνας συνεχῶς καὶ ἀδιακόπως διεσῴζετο καὶ ἐλαλεῖτο αὕτη, ὅτι δηλαδὴ ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου
μέχρι τῶν ἡμερῶν ἡμῶν εἶναι ἑνιαία καὶ ἀδιάσπαστος καὶ ἑπομένως καὶ τὸ λαλοῦν αὐτὴν Ἑλληνικὸν
ἔθνος διεσώθη ἐν ἀδιασπάστῳ συνεχείᾳ, πρὸς τούτοις δὲ καὶ ὅτι αἱ κατὰ τὸ διάστημα τῶν εἰκοσιοκτὼ
αἰώνων ἐπελθοῦσαι εἰς αὐτὴν ποικίλαι φθογγικαὶ ἀλλοιώσεις διὰ λόγους φωνητικοὺς καὶ ἀναλογικοὺς
ὡς καὶ αἱ πολλαὶ συντακτικαὶ καὶ σημασιολογικαὶ μεταβολαὶ δὲν ἀποδεικνύουν διαφθορὰν καὶ
ἐκβαρβάρωσιν αὐτῆς, ἀλλ’ ἐξέλιξιν φυσικὴν καὶ ἀναγκαίαν ὡς γενόμεναι κατὰ νόμους ἀναποσπάστους
ἀπὸ πᾶσαν ζωντανὴν καὶ λαλουμένην γλῶσσαν. Καθὼς πᾶν ὀργανικὸν ὂν οὕτω καὶ ἡ γλῶσσα ἐξελίσ-
σεται. Ἡ σύνταξις ἄρα ἑνιαίου λεξικοῦ τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης ἀληθῶς θὰ ἀπετέλει μεγαλούργημα
ἀντάξιον αὐτῆς. Ἐπειδὴ δὲ καὶ εἰς τὴν ἐξέλιξιν τῆς γλώσσης καθὼς εἰς πᾶσαν ἄλλην τὰ παλαιότερα
φαινόμενα εἶναι συχνάκις αἴτια τῶν νεωτέρων, διὰ τοῦτο εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐννοήσωμεν ἐπιστημονικῶς
τὴν νέαν ἡμῶν γλῶσσαν καὶ τὰ πολυειδῆ αὐτῆς φαινόμενα, ἂν δὲν ἐξετάζωμεν αὐτὰ ἱστορικῶς, ἤτοι
ἂν δὲν συνεξετάζωμεν καὶ τὰς ἀρχαιοτέρας αὐτῆς φάσεις μεσαιωνικήν, μεταγενεστέραν, καθὼς δὲ καὶ
ὁ Κοραῆς εἶπε καὶ ἀρχαίαν, «χωρὶς τὴν ἀκριβεστάτην εἴδησιν τῆς ὁποίας ὅστις καταγίνεται εἰς τὸ νὰ
διορθώσῃ τὴν κοινὴν ἢ νὰ δώσῃ εἰς αὐτὴν κανόνας ἢ νὰ κρίνῃ καθ’ οἱονδήποτε τρόπον περιπατεῖ
εἰς τὴν σκοτίαν καὶ δὲν ἠξεύρει μήτε ποῦ ὑπάγει μήτε τί κάμνει»1. Ἐπειδὴ δὲ πάλιν οὐδέποτε
οὐδαμοῦ γράφονται πάντα τὰ στοιχεῖα λαλουμένης τινὸς γλώσσης καὶ διὰ τοῦτο τὰ γραπτὰ μνημεῖα
πάσης γλώσσης πάντοτε περιέχουν μικρὸν μέρος αὐτῶν, τὰ δὲ λοιπὰ φέρονται εἰς τὸ στόμα τοῦ λαοῦ,
διὰ τοῦτο συχνάκις τὰ πολὺ πλουσιώτερα στοιχεῖα τῆς λαλουμένης χρησιμεύουν εἰς τὴν συμπλήρωσιν
καὶ ὀρθοτέραν κατανόησιν τῶν γραπτῶν. Ἤδη δὲ ὁ Κοραῆς παρετήρησεν ὅτι εἰς τὴν κατανόησιν τῶν
ἀρχαίων ποιητῶν καὶ πεζογράφων δὲν ἀρκεῖ ἡ ἀνάλυσις τῶν περιόδων καὶ τῶν φράσεων κατὰ τοὺς
παραδεδομένους κανόνας τῶν σχολείων, ἀλλὰ χρειάζεται καὶ ἡ ἀκριβεστέρα μελέτη τῆς κοινῆς ἡμῶν
γλώσσης 2. Μόνον ἄρα διὰ τῆς συνεχοῦς μελέτης πάντων τῶν μνημείων, τὰ ὁποῖα ἐγράφησαν εἰς τὴν
Ἑλληνικὴν γλῶσσαν ἀπὸ τῆς πρώτης ἱστορικῆς ἐμφανίσεως αὐτῆς μέχρι σήμερον, καὶ τῆς ἐξετάσεως
αὐτῶν ἐν συγκρίσει καὶ πρὸς ἄλληλα καὶ πρὸς τὴν ζωντανὴν γλῶσσαν τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ εἶναι
δυνατὸν καλῶς νὰ ἐννοηθοῦν καὶ ἀσφαλῶς νὰ ἑρμηνευθοῦν τὰ ἀρχαῖα, μεταγενέστερα καὶ μεσαιω-
νικὰ γραπτὰ μνημεῖα τοῦ λόγου. Λοιπὸν εἶναι ἀνάγκη ὅλη ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα, γραπτὴ καὶ
λαλουμένη, ἀρχαία, μέση καὶ νεωτέρα νὰ συνεξετάζεται χωρὶς νὰ παρεμβάλλεται οὐδὲν οὔτε χρονικὸν
οὔτε τοπικὸν ὅριον. Πᾶν ἀρχαῖον γλωσσικὸν στοιχεῖον, οἶον πᾶσαν λέξιν, πάντα τύπον καὶ φθόγγον,
πᾶσαν σημασίαν κττ., πρέπει νὰ παρακολουθήσωμεν κατερχόμενοι μέχρι τῆς ἐξαφανίσεως αὐτοῦ, ἂν
ἐξέλιπε, καὶ μέχρι σήμερον, ἂν σῴζεται, ἀντιστρόφως δὲ πᾶν νέον γλωσσικὸν στοιχεῖον, εἴτε λέξις
εἶναι εἴτε τύπος εἴτε φθόγγος εἴτε σημασία εἴτε φράσις κττ., ὀφείλομεν νὰ παρακολουθήσωμεν
ἀνερχόμενοι μέχρι τῆς πρώτης αὐτοῦ ἐν τῇ ἱστορίᾳ ἐμφανίσεως, οὕτω δὲ νὰ καταρτίσωμεν τὴν
ἱστορίαν ὅλης τῆς γλώσσης ὅπως αὕτη ἐξήρχετο ἑκάστοτε ἀπὸ τὸ στόμα τῶν Ἑλλήνων διὰ τὴν πρὸς
ἀλλήλους συνεννόησιν. Πρὸς δὲ τούτοις, ἐπειδὴ κατὰ τὰ ἀνωτέρω οὐχὶ σπανίως τὰ νῦν λαλούμενα
χρησιμεύουν εἰς διαφώτισιν τῶν πρότερον γεγραμμένων, διὰ τοῦτο παρατηρεῖται ὅτι ἡμεῖς οἱ Ἕλληνες
ὡς γινώσκοντες καὶ αἰσθανόμενοι τὴν νέαν ἡμῶν γλῶσσαν ἀσυγκρίτως καλύτερον παντὸς ἀλλογλώσσου
δυνάμεθα νὰ ἐννοῶμεν καὶ νὰ αἰσθανώμεθα τοὺς μεταγενεστέρους καὶ μεσαιωνικοὺς συγγραφεῖς
καλύτερον τῶν ξένων. Ἀκριβῶς δὲ ἕνεκα τούτου ἔχομεν καθῆκον ἀπαραίτητον πρὸς ὅλον τὸν πολι-
τισμένον κόσμον νὰ βοηθήσωμεν αὐτὸν πάσῃ δυνάμει νὰ ἐννοήσῃ προσηκόντως τὰ γραπτὰ μνημεῖα
τῆς παλαιᾶς ἡμῶν γλώσσης 3.
Ὁ ἴδιος ὁ Χατζιδάκις ἔσχε καὶ τὴν πρωτοβουλίαν τῆς πραγματοποιήσεως τῆς σκέψεώς του.
Διὰ τοῦ ἐπιστημονικοῦ του κύρους κατώρθωσε νὰ πείσῃ κατὰ τὸ ἔτος 1908 τὴν Ἑλληνικὴν κυβέρ-
νησιν νὰ συστήσῃ διὰ Βασιλικοῦ Διατάγματος εἰδικὴν ἐπιτροπείαν, τῆς ὁποίας τὸ ἔργον θὰ ἧτο
νὰ συντάξῃ καὶ ἐκδώσῃ λεξικὸν τῆς καθόλου Ἑλληνικῆς γλώσσης ἀπὸ τῆς πρώτης αὐτῆς ἐμφα-
νίσεως μέχρι σήμερον. Τὸ λεξικὸν τοῦτο ὡς περιέχον κατὰ τὰ λεχθέντα τὴν ἱστορίαν τῶν λέξεων, ἤτοι
τὴν φωνητικὴν καὶ σημασιολογικὴν αὐτῶν ἐξέλιξιν κατὰ σειρὰν χρονικήν, θὰ ὠνομάζετο ἱστορικὸν
καὶ θὰ ἠγείρετο κατὰ τὴν συμπλήρωσιν ἑκατονταετηρίδος ἀπὸ τῆς ἐθνικῆς ἡμῶν παλιγγενεσίας ὡς
μνημεῖον κάλλιστον καὶ τηλαυγέστατον ἐξεικονίζον τὴν ἀθανασίαν τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς καὶ τὴν ἀδιά-
σπαστον ἑνότητα τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους, ἀλλὰ καὶ ὡς μνημεῖον εἰς τὴν ἀθανασίαν τῆς πλουσιωτάτης
τῶν γλωσσῶν τοῦ κόσμου. Ὁ τότε ὑπουργὸς τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς δημοσίας ἐκπαιδεύσεως Σ. Ε.
Στάης ὑπέβαλεν εἰς τὸν βασιλέα πρὸς ὑπογραφὴν τὴν 4 Νοεμβρίου τὸ σχετικὸν Διάταγμα συνοδευό-
μενον ὑπὸ μακρᾶς εἰσηγητικῆς ἐκθέσεως, εἰς τὴν ὁποίαν ὁμοίως ἐξετίθεντο αἱ ἀνωτέρω σκέψεις καὶ
ὑπεστηρίζετο θερμῶς τὸ ἔργον καὶ ὑπὸ ἐπιστημονικὴν ἔποψιν καὶ ὡς ἔργον τιμιώτατατον καὶ ἐπικαι-
ρότατον μέλλον νὰ συμπέσῃ πρὸς τὴν ἑκατονταετηρίδα τῆς ἐθνικῆς παλιγγενεσίας 4.
⁂
Δημοσιευθέντος οὕτω τοῦ Βασιλικοῦ Διατάγματος συνεστήθη ἐπιτροπεία πρὸς σύνταξιν καὶ
ἔκδοσιν Ἱστορικοῦ Λεξικοῦ τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον.
Διὰ τὰς δαπάνας αὐτοῦ ὥρισε τὸ διάταγμα νὰ παρέχωνται εἰς τὸ Πανεπιστήμιον Ἀθηνῶν, διὰ
τοῦ ὁποίου θὰ ἐγίνοντο αἱ πληρωμαί, αἱ πρόσοδοι τοῦ Δωριδείου κληροδοτήματος καὶ πᾶσα ἔκτακτος
δωρεὰ εἴτε κυβερνητικὴ εἴτε ἰδιωτική. Τὸ πρῶτον προεδρεῖον τῆς ἐπιτροπείας ἀπετελέσθη ἐκ τοῦ
Κωνσταντίνου Κόντου ὡς προέδρου, Γεωργίου Χατζιδάκι ὡς ἀντιπροέδρου καὶ Σίμου Μενάρδου ὡς
γραμματέως. Τὸν Κόντον ἀποθανόντα τὸ 1909 διεδέχθη ὁ Στέφανος Δραγούμης, τοῦτον δὲ παραιτη-
θέντα τὸ 1912 ὁ Χατζιδάκις, ὁ ὁποῖος ὡς πατὴρ τοῦ Λεξικοῦ ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι μέχρι σήμερον
πρόεδρος τῆς ἐπιτροπείας καὶ ἐπόπτης τῆς συντάξεως αὐτοῦ συντελῶν διὰ τοῦ ἀναμφισβητήτου κύρους
τῆς γνώμης του εἰς τὴν λύσιν τῶν ἑκάστοτε παρουσιαζομένων δυσχερῶν γλωσσικῶν προβλημάτων.
Μέλη δὲ αὐτῆς ἀπὸ τῆς πρώτης συστάσεως μέχρι σήμερον ὑπῆρξαν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον καθηγηταὶ τοῦ
Πανεπιστημίου, ἐν μέρει δὲ καὶ ἄλλοι λόγιοι.
Ἡ ἐπιτροπεία προέβη εἰς τὸν διορισμὸν συντακτῶν καὶ βοηθῶν γραφέων, τῶν ὁποίων
πρῶτον μέλημα ὑπῆρξεν ὁ καταρτισμὸς ἀρχείου. Καὶ ὁ μὲν περισωθεὶς γλωσσικὸς θησαυρὸς τῆς
ἀρχαίας καὶ μεσαιωνικῆς γλώσσης ὡς καὶ τῶν μετὰ τὴν ἅλωσιν χρόνων μέχρι τέλους τοῦ 18ου αἰῶνος
ὑπάρχει εἰς τὰ κείμενα, ἀλλ’ ὁ τῆς νέας Ἑλληνικῆς φέρεται κατὰ τὸ μέγιστον μέρος εἰς τὸ στόμα τοῦ
λαοῦ. Λέγοντες δὲ νέαν δημώδη Ἑλληνικὴν ἐννοοῦμεν ὄχι μόνον τὴν γλῶσσαν, τὴν ὁποίαν ὁμιλοῦν αἱ
μεγάλαι καὶ συμπαγεῖς μᾶζαι τοῦ ἔθνους αἱ μᾶλλον προηγμέναι εἰς τὸν πολιτισμόν, ἀλλὰ καὶ τὰ
ἁπανταχοῦ τῆς Ἑλλάδος ἐντὸς καὶ μέχρι χθὲς καὶ ἐκτὸς αὐτῆς ἰδιώματα ἀπὸ τοῦ Πόντου καὶ τῆς
Καππαδοκίας μέχρι τῆς κάτω Ἰταλίας καὶ ἀπὸ τῆς Βουλγαρίας μέχρι τῆς Κύπρου καὶ Κορσικῆς. Λόγοι
ἐπιστημονικοὶ ἐπέβαλλον τὴν ἀποθησαύρισιν καὶ μελέτην καὶ τοῦ γλωσσικοῦ πλούτου τῶν ἰδιωμάτων
διὰ νὰ σωθῇ οὗτος ἀπὸ τῆς μοιραίας λήθης. Διότι ὅπως κατὰ τοὺς μετὰ τὸν Μ. Ἀλέξανδρον μέχρι
τοῦ Μ. Κωνσταντίνου χρόνους ἡ κοινὴ Ἑλληνική, ἡ ὁποία προῆλθεν ἀπὸ τὴν ἐπίσημον Ἀττικὴν
διάλεκτον, διὰ λόγους γλωσσικοὺς καὶ ἱστορικοὺς ἐξηπλώθη ἁπανταχοῦ τῆς ἑλληνογλώσσου γῆς καὶ
ὀλίγον κατ’ ὀλίγον ἐξέβαλε σχεδὸν καθ’ ὁλοκληρίαν τὰς ἄλλας διαλέκτους Δωρικήν, Ἰωνικὴν καὶ
Αἰολικήν, ὥστε τῶν μὲν δύο πρώτων ἐλάχιστα λείψανα νὰ περισωθοῦν μέχρι σήμερον καὶ δὴ ἰδιωμα-
τικά, ἡ δὲ τρίτη νὰ ἐξαφανισθῇ τελείως, οὕτω καὶ ἡ νέα κοινὴ Ἑλληνικὴ διὰ τοῦ σχολείου, τοῦ
τύπου, τῆς ἐκκλησίας, τοῦ στρατοῦ καὶ τῆς λοιπῆς πολυειδοῦς ἐπικοινωνίας διαδιδομένη ἐκ τῶν πόλεων
εἰς τὰς ἐπαρχίας ἐσωτερικοῦ καὶ ἐξωτερικοῦ μέχρι τοῦ τελευταίου συνοικισμοῦ μοιραίως θὰ ἐκβάλῃ ἐκ
τῆς χρήσεως τὰ τοπικὰ ἰδιώματα. Καὶ εἶναι μὲν ὑπὸ τὴν ἔποψιν τῆς ἐθνικῆς ἑνότητος καὶ μορφώσεως
ὠφέλιμος ἡ ἐπικράτησις μιᾶς κοινῆς γλώσσης, διότι τοιουτοτρόπως εὐκολώτερον προάγεται εἰς τὸν
πολιτισμὸν τὸ ἔθνος, ἀλλὰ ὑπὸ ἐπιστημονικὴν ἔποψιν ἐπιζήμιος, διότι διὰ τῆς κατισχύσεως τῆς κοινῆς
θὰ ἐξαφανισθοῦν ὅλα τὰ πολύτιμα στοιχεῖα τῶν ἰδιωμάτων τούτων, ἤτοι λέξεις, τύποι, σημασίαι καὶ
συντάξεις. Τὰ στοιχεῖα ταῦτα ὄχι μόνον πολλάκις συντελοῦν εἰς τὴν ἑρμηνείαν καὶ κατανόησιν τῆς
γλώσσης καὶ τοῦ βίου καὶ τῶν μεσαιωνικῶν καὶ ἀρχαίων Ἑλλήνων, διότι μόνον ὁ γνωρίζων καλῶς
τὴν νέαν δημώδη Ἑλληνικὴν δύναται νὰ ἐννοήσῃ καλῶς τοὺς μεσαιωνικοὺς καὶ ἀρχαίους συγγραφεῖς,
ἀλλ’ ἀποτελοῦν πρὸς τούτοις καὶ ἄλλην ἀπόδειξιν τῆς γλωσσικῆς ἑνότητος τοῦ ἔθνους διὰ πάντων τῶν
αἰώνων. Ὅσον δὲ δύναταί τις νὰ ἰσχυρισθῇ χωρὶς νὰ χαρακτηρισθῇ ὑπερβολικὸς ὅτι, ἂν ὄχι ὁλόκληρος
σχεδὸν ὁ ἀρχαῖος γλωσσικὸς θησαυρός, ἤτοι λέξεις καὶ σημασίαι κύριαι ἢ μεταφορικαὶ καὶ φράσεις,
πάντως ὅμως τὸ μέγιστον μέρος αὐτοῦ ἐσώθη διὰ τῆς προφορικῆς παραδόσεως εἰς τὴν νέαν Ἑλλη-
νικήν, τόσον εἶναι ἀληθὲς ὅτι οὗτος καταμερίζεται ἐξίσου εἰς τὴν κοινὴν καὶ τὰ ἰδιώματά της. Ἡ σωτη-
ρία ἄρα τῶν πολυτίμων τούτων ἰδιωματικῶν στοιχείων ἀπὸ τῆς ἀναποφεύκτου διὰ τοῦ χρόνου λήθης
ἀπετέλει ἐθνικὴν ἀνάγκην καὶ ὑπηρεσίαν εἰς τὴν γλωσσικὴν ἐπιστήμην ἀνυπολογίστου ἀξίας 5.
Ἡ δημιουργία ἀρχείου τοῦ Ἱστορικοῦ Λεξικοῦ ἤρχισε διὰ τῆς πανταχόθεν περισυλλογῆς
γλωσσικοῦ ὑλικοῦ, ἤτοι διὰ τῆς συστηματικῆς ἀποδελτιώσεως ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἐντύπων λεξικῶν καὶ γλωσ-
σαρίων καὶ παντὸς περιοδικοῦ ἢ βιβλίου εἴτε ἐπιστημονικοῦ εἴτε λογοτεχνικοῦ περιέχοντος γλωσσικὸν
ὑλικὸν δημῶδες, ἀφ’ ἑτέρου δὲ χειρογράφων τῆς ἐν Ἀθήναις Γλωσσικῆς Ἑταιρείας καὶ τοῦ ἐν
Κωνσταντινουπόλει Ἑλληνικοῦ Φιλολογικοῦ Συλλόγου, ὁ ὁποῖος διὰ τοῦ «Ζωγραφείου ἀγῶνος»
σπουδαίως συνετέλεσεν εἰς τὴν περισυλλογῂν «μνημείων τῆς Ἑλληνικῆς ἀρχαιότητος ζώντων ἐν τῷ νῦν
Ἑλληνικῷ λαῷ». Εἰς τὸ πρῶτον ὑλικὸν προσετέθη καὶ τὸ ἰδιωτικὸν ἀρχεῖον τοῦ Μιχαὴλ Δέφνερ, τὸ
ὁποῖον προσέφερεν ὁ ἴδιος. Τὸ ὑλικὸν τοῦτο κατεγράφη εἰς δελτία, τὰ ὁποῖα κατετάχθησαν οὐχὶ ἐκ
μόνης τῆς μηχανικῆς ἀλφαβητικῆς σειρᾶς, ἀλλ’ ἐκ τῆς σειρᾶς τοῦ λεγομένου λήμματος. Ἤτοι εἰς
ἑκάστην λέξιν ὡρίσθη ὡς λῆμμα κατ’ ἀρχὰς μὲν ὁ ἀρχαιότερος καὶ ἀκεραιότερος τύπος, εἰς τὸν ὁποῖον
ὑπήχθησαν πάντα τὰ δελτία τὰ πολλαχόθεν ἀναγράφοντα ποικίλους ἐξηλλοιωμένους τύπους, βραδύ-
τερον ὅμως διὰ λόγους μεθοδικοὺς ὡς λῆμμα ὡρίσθη ὁ κοινὸς ἢ συνήθης6 δημώδης τύπος, εἰς τὸν
ὁποῖον ὑπήχθησαν πάντες οἱ ἄλλοι τύποι ἀπὸ τοῦ ἀρχαιοτέρου μέχρι τοῦ μᾶλλον ἐξηλλοιωμένου.
Ἓν ἀπὸ τὰ μέσα τῆς μεθοδικῆς συναγωγῆς γλωσσικοῦ ὑλικοῦ ἐκρίθη ὑπὸ τῆς ἐπιτροπείας
καὶ τὸ ἑπόμενον. Νὰ δημοσιευθοῦν κατὰ περιόδους δείγματα ἄρθρων ἐκ τῶν μεγαλυτέρων καὶ πολυ-
πλοκωτέρων, εἰς τὰ ὁποῖα νὰ ἀφεθοῦν λευκαὶ σελίδες. Ταῦτα νὰ σταλοῦν εἰς τοὺς ἁπανταχοῦ διδασκά-
λους καὶ λογίους μὲ τὴν παράκλησιν νὰ γράψουν εἰς τὰς λευκὰς σελίδας ὅ,τι γνωρίζουν ἀναγκαῖον
πρὸς συμπλήρωσιν τοῦ ἄρθρου εἴτε ὡς πρὸς τὴν γεωγραφικὴν ἔκτασιν τῆς λέξεως εἴτε τοὺς τύπους
εἴτε τὰς σημασίας. Τὸ οὕτω συμπεπληρωμένον ἄρθρον νὰ ἐπιστραφῇ εἰς τὴν διεύθυνσιν τοῦ Λεξικοῦ,
ἡ ὁποία θὰ προέβαινεν εἰς τὴν συμπλήρωσιν ἢ τροποποίησιν τοῦ ἄρθρου συμφώνως πρὸς τὰς πολλα-
χόθεν πληροφορίας. Τὸ σύστημα τοῦτο ἢ μᾶλλον παραπλήσιον σύστημα συνέστησε καὶ ὁ Κοραῆς,
τοῦ ὁποίου ἡ γνώμη ἦτο νὰ τυπωθῇ εἰς ἕνα τόμον ὅλος ὁ γνωστὸς γλωσσικὸς πλοῦτος καὶ τὸ
πρόχειρον τοῦτο λεξικὸν ἔχον προσκεκολλημένον ἄγραφον φύλλον εἰς ἕκαστον τυπωμένον φύλλον νὰ
δοθῇ εἰς δύο νέους λογίους, οἱ ὁποῖοι περιερχόμενοι χωριστὰ ὁ εἷς τοῦ ἄλλου τὴν Εὐρωπαϊκὴν καὶ
Ἀσιατικὴν Ἑλλάδα νὰ συνάξουν μὲ τὴν ἐσχάτην ἀκρίβειαν ὄχι μόνον τὰς λέξεις, ὅσαι λείπουν
ἀκόμη ἀπὸ τὸ κοινὸν λεξικόν, ἀλλὰ καὶ τὰς φράσεις τῆς γλώσσης καὶ αὐτὰς τὰς παροιμίας, ὅσας εἶχεν εἰς
τὸ στόμα του καθημέραν ὁ λαός 7. Ὁ Κοραῆς ἐθεώρει πολύτιμον στοιχεῖον τῆς λεξικογραφικῆς ἐργασίας
καὶ τὰς παροιμίας, διότι αὖται ἀποτελοῦν τὴν φιλοσοφίαν τοῦ λαοῦ8. Κατὰ ταῦτα τὸ 1912 ἐπιμελείᾳ
τοῦ διευθυντοῦ τοῦ Λεξικοῦ Πέτρου Παπαγεωργίου ἐδημοσιεύθη ἡ «Ἀνακοίνωσις πρώτη» περιέχουσα
συντακτικὰ δοκίμια τῶν λέξεων αἷμα, βαρθαλαμίδι, γλύω, δάσκαλος, ζῴδιον, ἡλιόπορος, ἡλ ο-
πύριν, θαρρετὸς καὶ λαβώνω. Ἡ ἀνακοίνωσις ἐστάλη εἰς πολλοὺς καὶ ἀρκετοὶ συμπληρώσαντες
ἐπέστρεψαν αὐτήν, αἱ δὲ γενόμεναι προσθῆκαι ἀποδελτιωθεῖσαι κατετέθησαν εἰς τὸ ἀρχεῖον. Τὸ
σύστημα τοῦτο καλὸν κατ’ ἀρχὴν ἔπαυσε πλέον νὰ ἐφαρμόζεται, διότι δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ γίνουν
τοιαῦται «ἀνακοινώσεις» κατὰ συνέχειαν διὰ πάσας τὰς λέξεις. Τοῦτο πλὴν τῆς ἀνυπολογίστου δαπάνης
θὰ ἀπῄτει καὶ χρόνον μακρότατον ὑπερβαίνοντα κατὰ πολὺ τὰ ὅρια τοῦ χρόνου, κατὰ τὸν ὁποῖον θὰ
ἤρχιζεν ἡ δημοσίευσις τοῦ Λεξικοῦ, διότι ὁ ἀρχικὸς σκοπὸς τῆς ἐπιτροπείας ἦτο νὰ συμπέσῃ αὕτη
πρὸς τὸν πανηγυρικὸν ἑορτασμὸν τῆς ἑκατονταετηρίδος τῆς ἐθνικῆς ἀνεξαρτησίας.
Καταρτισθέντος ἐντὸς ὀλίγων ἐτῶν τοῦ πρώτου ἀρχείου ἤρχισεν ἡ συστηματικὴ μελέτη τῆς νέας
Ἑλληνικῆς ἐν συγκρίσει πρὸς τὴν μεσαιωνικὴν καὶ τὴν ἀρχαίαν. Ταχέως ὅμως ἐπείσθη ἡ ἐπιτροπεία
ὅτι τὸ ἔργον συμφώνως πρὸς τὸν ἀρχικὸν σκοπόν της δὲν ἦτο μὲν ἀδύνατον, ἦτο ὅμως μέγα ἀπαιτοῦν
χρόνον πολλῶν δεκαετηρίδων, συνεργασίαν πολλῶν λογίων καὶ δαπάνην τεραστίαν. Διὸ καὶ εἰς τὴν
πρώτην ἔκθεσιν περὶ τῶν πεπραγμένων, τὴν ὁποίαν ὑπέβαλεν εἰς τὸ ὑπουργεῖον τῶν Ἐκκλησια-
στικῶν καὶ τῆς δημοσίας ἐκπαιδεύσεως τὴν 27 Ἰανουαρίου 1910 ἔγραφεν ὅτι, ἐπειδὴ τὸ ἔργον εἶναι
μέγα καὶ τὰ πρὸς τοῦτο διατεθειμένα χρήματα ὀλίγα, ἐφάνη καλὸν νὰ μὴ ἐπιχειρηθῇ κατὰ πρῶτον
τὸ ὅλον ἔργον, ἀλλὰ ἓν μέρος αὐτοῦ, ἤτοι νὰ μὴ ἀρχίσῃ ἀπὸ τῶν ἀρχαίων χρόνων κατερχόμενον εἰς
τοὺς ἡμετέρους, διότι ἐπὶ ἱκανὸν χρόνον ἐλάχιστα καὶ ἀσήμαντα θὰ ἐπετυγχάνοντο, ἀλλὰ μέρος
τοῦ ὅλου ὅσον τὸ δυνατὸν αὐτοτελές 9. Τοιοῦτον δὲ ἐκρίθη τὸ λεξικὸν τῆς λαλουμένης συγχρόνου
Ἑλληνικῆς καὶ τῆς κοινῆς καὶ τῶν ἰδιωμάτων. Ἐπειδὴ δὲ οὐδεμία γλῶσσα μένει ποτὲ ἀναλλοίωτος,
ἀλλ’ αἰωνίως μεταβάλλεται καὶ γεννῶνται μὲν διαρκῶς νέαι λέξεις καὶ νέα γραμματικὰ στοιχεῖα καὶ
νέαι συντάξεις, ἀπαρχαιοῦνται δὲ τοὐναντίον καὶ λησμονοῦνται καθ’ ὁλοκληρίαν ἄλλαι λέξεις καὶ ἄλλα
στοιχεῖα καὶ ἄλλαι συντάξεις, ἡ δὲ γένεσις καὶ ἡ φθορὰ εἰς αὐτὴν εἶναι τόσον συχναὶ καὶ ἀδιάκοποι,
ὥστε ἡ γλῶσσα ἑνὸς αἰῶνος διαφέρει ἀπὸ τὴν τοῦ ἑπομένου, διὰ τοῦτο ὡς σύγχρονος λαλουμένη
γλῶσσα ἐθεωρήθη ἡ ἀπὸ τοῦ 1800 καὶ ἐντεῦθεν. Τὰ πρὸ τοῦ χρόνου τούτου ἀναδρομικῶς μέχρι τοῦ
16ου αἰῶνος γλωσσικὰ κείμενα ἢ λεξικὰ ἀπεφασίσθη νὰ ληφθοῦν ὑπ’ ὄψιν μόνον ὁσάκις κρίνεται
ἀναγκαῖον νὰ μνημονευθῇ εἰς τὸ ἐτυμολογικὸν μέρος λέξεώς τινος, τὸ ὁποῖον πρὸ παντὸς ἀποτελεῖ
τὴν ἱστορίαν αὐτῆς, ὅτι αὕτη εὑρίσκεται καὶ εἰς τὸν δεῖνα συγγραφέα ἢ λεξικογράφον. Ὑπὸ τὸν ὅρον
γλωσσικὰ κείμενα ἐννοοῦνται καὶ τὰ ἀδημοσίευτα παντὸς εἴδους κείμενα ἢ ἔγγραφα γνωστῶν συγγρα-
φέων ἢ ἀνώνυμα, εἰς τὰ ὁποῖα ἡ παραπομπὴ γίνεται κατὰ αἰῶνας.
Ἐν τῇ σταδιοδρομίᾳ τοῦ Λεξικοῦ σταθμὸν σπουδαῖον ἀπὸ οἰκονομικῆς καὶ νομικῆς ἀπόψεως
ἀποτελεῖ ἡ κατὰ τὸ 1914 γενομένη διοικητικὴ μεταρρύθμισις τοῦ ὀργανισμοῦ του. Διὰ τῶν ἐνεργειῶν
τοῦ Γεωργίου Χατζιδάκι ὁ τότε πρόεδρος τῆς Ἑλληνικῆς κυβερνήσεως Ἐλευθέριος Βενιζέλος
ἀπεφάσισε νὰ ὑποστηρίξῃ χρηματικῶς καὶ ἠθικῶς τὸ ἔργον καὶ τὴν 3 Μαρτίου 1914 ἐψηφίσθη ὑπὸ
τῆς Ἑλληνικῆς Βουλῆς ὁ νόμος 220 περὶ τῆς συντάξεως τοῦ Λεξικοῦ, ὁ ὁποῖος ἐδημοσιεύθη τὴν
10 Ἀπριλίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους. Διὰ τοῦ νόμου τούτου ἡ ὑπηρεσία τοῦ Λεξικοῦ, χωρὶς νὰ παύσῃ
διοικουμένη ὡς πρότερον ὑπὸ ἰδίας ἐφορευτικῆς ἐπιτροπείας, κατέστη δημοσία, ηὐξήθη σημαντικῶς
ὁ ἀριθμὸς τῶν συντακτῶν, βοηθῶν καὶ γραφέων, ἐνῷ οἱ πρὸ τοῦ χρόνου τούτου ἐργαζόμενοι ἦσαν
ὀλίγοι, καὶ ἐξησφαλίσθη ὁριστικῶς ἡ οἰκονομικὴ ἐπάρκεια, ὥστε ἡ ἐργασία νὰ διεξάγεται ἀκωλύτως
καὶ ἀπερισπάστως.
⁂
Κριθέντος ἀναγκαίου ἐπὶ τοῦ παρόντος νὰ ἐκδοθῇ τὸ Λεξικὸν μόνον τῆς ὁμιλουμένης
συγχρόνου Ἑλληνικῆς ἀπεφασίσθη νὰ εἶναι καὶ τοῦτο ἱστορικόν, ἤτοι ἂν καὶ αὐτοτελὲς καθ’ ὅλα,
νὰ μὴ εἶναι ἄσχετον πρὸς τὰ προγενέστερα στάδια τῆς γλώσσης. Δηλαδὴ ἡ πραγματεία ἑκάστης λέξεως
νὰ περιέχῃ τρία διακεκριμένα μέρη, τὸ τυπολογικόν, τὸ ἐτυμολογικὸν καὶ τὸ σημασιολογικόν. Τὸ
δεύτερον μέρος ἀποτελεῖ τὸν συνεκτικὸν δεσμὸν πρὸς τὴν προγενεστέραν Ἑλληνικήν, ὁσάκις ὑπάρχει
τοιοῦτος καὶ δὲν πρόκειται περὶ λέξεως νέας ἢ ξένης. Ὁ διευθυντὴς καὶ οἱ συντάκται τοῦ Λεξικοῦ
διὰ τῆς ἐνδελεχοῦς μελέτης τῶν πραγμάτων καὶ τῆς ἀποκτηθείσης μακρᾶς πείρας εἰς τὴν λεξικογρα-
φικὴν ἐργασίαν καθώρισαν ὡς ἑξῆς τὰ τρία ταῦτα μέρη.
Τὸ τυπολογικὸν περιέχει τὸ λῆμμα καὶ τοὺς διαφόρους παρηλλαγμένους τύπους. Ὡς λῆμμα
τίθεται ὁ κοινὸς ἢ συνήθης τύπος, ὅταν δὲ δύο ἢ περισσότεροι τύποι δύνανται νὰ χαρακτηρισθοῦν ὡς
κοινοὶ ἢ συνήθεις, ὡς λῆμμα λαμβάνεται ὁ ὀλιγώτερον ἠλλοιωμένος ἔστω καὶ ἂν ἔχῃ ἐνισχυθῆ ὑπὸ
τῆς λογίας παραδόσεως. Ἐὰν δὲ εἰς τὴν σειρὰν τῶν τοιούτων τύπων ὑπάρχῃ τις συμπίπτων πρὸς τὸν
ἀρχαῖον, λαμβάνεται ὡς λῆμμα οὗτος. Π. χ.
ἄγκυρα, ἄγκουρα, λῆμμα ἄγκυρα.
ἀλήθεια, ἀλήθεια, λῆμμα ἀλήθεια.
ἔξω, ὄξω, λῆμμα ἔξω.
ἡμέρα, μέρα, λῆμμα ἡμέρα.
λειτουργία, λειτουργιά, λουτρουγιά, λῆμμα λειτουργία.
παρακαλῶ, περικαλῶ, λῆμμα παρακαλῶ.
τίποτε, τίποτες, τίποτις, τίποτα, λῆμμα τίποτε.
Μετὰ τὸ λῆμμα ἀκολουθοῦν οἱ διάφοροι ἐξηλλοιωμένοι ἰδιωματικοὶ τύποι ἀπὸ τοῦ ἀρχαϊκω-
τέρου καὶ ἑξῆς κατὰ τὴν γενετικήν των σειρὰν κανονιζομένην ὑπὸ τῶν φωνητικῶν ἢ ἀναλογικῶν
παθήσεων. Ἐννοεῖται ὅτι τήρησις αὐστηροῦ κανόνος φωνητικῆς ἢ ἀναλογικῆς σειρᾶς δὲν εἶναι
πανταχοῦ δυνατή. Ἡ κατάταξις κανονίζεται πολλάκις ἀναλόγως τῆς φύσεως τῶν πραγμάτων, ἕνεκα
τῶν ὁποίων συμβαίνει διακοπὴ τῆς φωνητικῆς σειρᾶς ὑπό τινος ἀναλογικοῦ τύπου ἢ καὶ ἀντιστρόφως.
Τῶν ὅλως ἰδιωματικῶν λέξεων λῆμμα τίθεται ὁ ἀρχαϊκώτερος τύπος, τύποι δὲ ἰδιωματικοί, μονήρεις,
ἠλλοιωμένοι κατ’ εἰδικοὺς φωνητικοὺς ἢ ἀναλογικοὺς νόμους ἀναγράφονται ὡς ἔχουν ἐφόσον ὑπάρχει
πεποίθησις, ὅτι οὐδέποτε ἐλέχθη ὁ ὑποθετικὸς ἀλωβητότερος τύπος. Π. χ. τὸ ἀβάρστος, ἀβούρστος
καὶ ἀγνρις τοῦ Πόντου οὐχὶ ὑπὸ λήμματα * ἀβάριαστος, * ἀβούριαστος καὶ * ἀγνιάρις. Ἀπὸ τοὺς
τύπους τῶν κλιτῶν μερῶν τοῦ λόγου, οἷοι εἶναι αἱ πτώσεις καὶ οἱ ἀριθμοὶ τῶν πτωτικῶν, οἱ χρόνοι καὶ
αἱ ἐγκλίσεις τῶν ρημάτων, ὡς καὶ τὸ θηλυκὸν καὶ οὐδέτερον γένος τῶν ὀνομάτων καὶ ἐπιθέτων, ἀναγρά-
φονται μετὰ τὸ λῆμμα καὶ τοὺς παρηλλαγμένους τύπους οἱ ἑξῆς. Πρῶτον οἱ σχηματιζόμενοι ἀνωμάλως
κατ’ ἐξαίρεσιν τῶν συνήθων γραμματικῶν νόμων τῆς κοινῆς Ἐλληνικῆς εἴτε τῶν ἰδιωμάτων ἢ οἱ
σχηματιζόμενοι ἐξ ἄλλης ρίζης ἢ οἱ ἀρχαιόθεν μὲν κληρονομηθέντες, ἀλλὰ μὴ ὄντες σύμφωνοι πρὸς
τοὺς γραμματικοὺς νόμους τῆς νέας. Ἡ ἀναγραφὴ τῶν τύπων δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι πάντοτε
ἀνύπαρκτοι καὶ οἱ κανονικοί, οἱ ὁποῖοι δὲν ἀναγράφονται εἰς τὸ Λεξικόν, διότι ἀνήκουν εἰς τὴν γραμ-
ματικήν. Οἷον τῶν ρημάτων ἀβαράρω καὶ ἀγαν-τάρω αἱ προστακτικαὶ ἀβάρα καὶ ἀγάν-τα, αἱ ὁποῖαι
ἐλήφθησαν κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τῆς Ἰταλικῆς, ἀντὶ τῶν κανονικῶν ἀβάραρε καὶ ἀγάνταρε. Τῶν ὀνομάτων
ἀγκῶνας, ἀγοραστής, ἀδερφή, ἀέρας, ἄθος, ἄλας, ἀλήθεια, ἄλογο οἱ πληθυντικοὶ ἀγκῶνοι καὶ
ἀγκώνοιδες, ἀγοραστᾶδες, ἀδερφῆδες καὶ ἀδερφάες, ἀέροιδοι καὶ ἀέρατα, ἄθητα καὶ ἄτ-τητα
καὶ ἄθουδες, ἄλαθα, τὰ ἀλήθεια, ἀλόγατα παρὰ τοὺς κανονικοὺς ἀγοραστῆδες, ἀδερφές, ἄλατα,
ἄλογα κτλ. Τῆς ἀντωνυμίας αὐτὸς πληθυντικοὶ αὐτεῖνοι καὶ αὐτοῦνοι παρὰ τὸν κανονικὸν αὐτοί. Τοῦ
ἀριθμητικοῦ ἕνας γενικὴ μιανοῦ. Τῶν ρημάτων ἀγροικῶ καὶ ἁμαρτάνω οἱ ἀόριστοι ’ γροίσκα καὶ
ἥμαρτον παρὰ τοὺς κανονικοὺς ἀγροίκησα καὶ ἁμάρτησα. Τῶν ρημάτων ἀγαναχτῶ, ἀγγίζω, ἀλείφω
αἱ μετοχαὶ ἀναχτησισμένος, ἀγγιιμένος καὶ ’ γγιμένος, ἀλειφμένος παρὰ τὰς κανονικὰς ἀγαναχτη-
μένος, ἀγγισμένος, ἀλειμμένος. Οὕτω καὶ οἱ ἀόριστοι τῶν ρημάτων, οἱ ὁποῖοι σχηματίζονται ἀπὸ
ἄλλην ρίζαν, οἷον βλέπω - εἶδα καὶ εἴδηκα, τρώγω - ἔφαγα, φέρω - ἔγκα. Ὁμοίως τὰ γένη τῶν ὀνο-
μάτων καὶ ἐπιθέτων, οἷον ἀβάρετος - ἀβαρέτσα, ἀδερφὸς - ἀδέρφη, ἀδούλης - ἀδούλισσα καὶ ἀδούλω
καὶ ἀδουλοῦ, ἀετὸς - ἀετῖνα καὶ ἀτῖνα, ἀλαφρὸς - ἀλαφιρειὰ καὶ ἀαφιιειὰ παρὰ τὰ κανονικὰ
ἀβάρετη, ἀδερφή, ἀδούλα κτλ. Δεύτερον ἀναγράφονται οἱ ὁμαλῶς μὲν σχηματιζόμενοι, ἀλλ’ ἔχοντες
ἔκτασιν γεωγραφικὴν μεγαλυτέραν τῆς ἐκτάσεως τοῦ λήμματος, οἷον τὸ ἀβγωμένος μετοχὴ τοῦ
ρήματος ἀβγώνω. Ὡσαύτως τῶν ὀνομάτων ἀναγράφεται καὶ τὸ θηλυκὸν κανονικὸν γένος, ὅταν
ἀλλαχοῦ μὲν ἀπαντᾷ μόνον τοῦτο, ἀλλαχοῦ δὲ μόνον τὸ ἀρσενικόν, οἷον ἁλωνευτὴς - ἁλωνεύτρα.
Ὁμοίως τῶν ρημάτων ἀναγράφεται καὶ ὁ μέσος ἢ παθητικὸς τύπος, ὅταν ἀλλοῦ μὲν λέγεται ὁ εἷς,
ἀλλοῦ δὲ ἄλλος, οἷον ἀβγολογῶ - ἀβγολογειέμαι, ἀγγελοθωρῶ - ἀγγελοθωρειέμαι, ἢ ὅταν ὁ ἐνερ-
γητικὸς τύπος σχηματίζεται ὑποχωρητικῶς ἐκ τοῦ παθητικοῦ, οἷον ἀγγελοκρούομαι - ἀγγελοκρούω,
ἀγγελοσκιάζομαι - ἀγγελοσκιάζω, εἰς τὰ ὁποῖα λῆμμα τίθεται ὁ πρῶτος. Ἐνταῦθα ἀνήκουν καὶ
τύποι ἰδιωματικοί, οἱ ὁποῖοι εἶναι μὲν ὁμαλοὶ ὡς πρὸς τὴν γραμματικὴν τοῦ ἰδιώματος, ἀλλὰ μορφο-
λογικῶς ἀπέχουν πολὺ τῶν τύπων τῆς κοινῆς καὶ διὰ τοῦτο εἶναι ἀνάγκη νὰ καθορισθοῦν γραμματικῶς
εἰς τὸ τυπικὸν μέρος διὰ νὰ ἐννοηθοῦν τὰ παρατιθέμενα παραδείγματα, οἷον ἀλατζᾶς θηλ. ἀλα-
τξάβα, ἀλήθης οὐδ. ἀλήθιν, ἄλλος γενικ. θηλ. ἀλληνὲς καὶ γεν. οὐδ. ἀλληνθε ’ κττ.
Εἰς τὸ ἐτυμολογικόν, τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖ κυρίως τὸ ἱστορικὸν μέρος τῆς πραγματείας ἑκάστης
λέξεως, λέγεται ἂν ἡ λέξις, εἴτε πρωτότυπος εἴτε παράγωγος εἴτε σύνθετος, εἶναι ἀρχαία ἢ μεταγενε-
στέρα ἢ μεσαιωνική, ὁσάκις οὐδόλως παραλλάσσει φωνητικῶς, ἢ ἂν προῆλθεν ἀπὸ ἀρχαίαν ἢ μεταγε-
νεστέραν ἢ μεσαιωνικήν, ὁσάκις συμβαίνει τὸ ἐναντίον. Καὶ ἀρχαία μὲν λέξις χαρακτηρίζεται ἡ
μέχρι τοῦ Ἀριστοτέλους συμπεριλαμβανομένου, μεταγενεστέρα ἡ ἀπὸ τοῦ χρόνου τούτου μέχρι τῶν
ἀρχῶν τοῦ 4ου μ. Χ. αἰῶνος, μεσαιωνικὴ δὲ ἡ ἀπὸ τοῦ χρόνου τούτου μέχρι τέλους τοῦ 15ου αἰῶνος.
Ἂν ἡ λέξις εἶναι νέα, ἐξετάζεται ἡ παραγωγὴ αὐτῆς ἢ ἡ σύνθεσις καὶ ἑρμηνεύονται φωνητικῶς ἢ
ἀναλογικῶς οἱ παρηλλαγμένοι τύποι, ὁσάκις τοῦτο εἶναι δυνατόν, ἂν δὲ εἶναι ξένη, λέγεται ἐκ ποίας
γλώσσης ἐλήφθη ἀναγραφομένης τῆς ἐξ ἧς παρήχθη λέξεως. Ἐπειδὴ δὲ ἔχει πολλὴν σπουδαιότητα διὰ
τὴν ἱστορίαν τῶν λέξεων καὶ τὴν γλωσσικὴν καθόλου ἐπιστήμην ἡ πρώτη ἐμφάνισις αὐτῶν, διὰ τοῦτο
προκειμένου περὶ λέξεως νέας μνημονεύονται οἱ πρὸ τοῦ 1800 καὶ ἄνω μέχρι τοῦ 1500 λεξικογράφοι
καὶ συγγραφεῖς, εἰς τοὺς ὁποίους τὸ πρῶτον ἀπαντᾷ αὕτη, ἔτι δὲ καὶ διάφορα ἀνέκδοτα κείμενα,
ὁσάκις ἐπικουρεῖ εἰς τὴν ἱστορικὴν ταύτην ἀναδρομὴν τὸ ἀρχεῖον τοῦ Λεξικοῦ. Ἐπειδὴ δὲ πολλάκις
αἱ λέξεις διὰ τῶν αἰώνων ὑφίστανται τοιαύτην σημασιολογικὴν ἐξέλιξιν, ὥστε ἡ τελευταία σημασία
ἀπομακρύνεται πολὺ τῆς πρώτης καὶ ἀποβαίνει ἐντελῶς διάφορος αὐτῆς, ἂν δὲ μάλιστα λείπουν
αἱ διάμεσοι σημασίαι, ἀπορεῖται πῶς προέκυψεν αὕτη, διὰ τοῦτο εἰς τὸ ἐτυμολογικὸν μέρος ἑρμη-
νεύεται ἡ ἀρχαία ἢ μεταγενέστερα ἢ μεσαιωνικὴ ἢ ξένη λέξις, ἐκ τῆς ὁποίας παράγεται ἡ περὶ ἧς
ὁ λόγος, ἂν ἡ σημασία αὐτῆς εἶναι ὅλως ἢ ἐν μέρει διάφορος τῆς παραγώγου. Προκειμένου δὲ περὶ
πολυσημάντου ξένης λέξεως ἀναγράφεται εἰς τὸ ἐτυμολογικὸν ἡ σημασία ἐκείνη, ἐκ τῆς ὁποίας κατ’ ἐξέ-
λιξιν προέκυψαν αἱ σημασίαι ἐν τῇ Ἑλληνικῇ. Εἰς τὸ ἐτυμολογικὸν μέρος ἐνίοτε ἐτυμολογοῦνται λέξεις
ἀπὸ ἀρχαίας ἢ μεσαιωνικάς, αἱ ὁποῖαι δὲν σῴζονται σήμερον, οἷον ἀκρουμάζομαι, ἀλαβαστρένιος
ἐκ τῶν ἀρχαίων οὐσιαστικῶν ἀκρόαμα, ἀλάβαστρον καὶ ἀλλοιωτεύω ἐκ τοῦ μεσαιωνικοῦ ἐπιθέτου
ἀλλοιωτός. Τοῦτο δὲν εἶναι ἀπορίας ἄξιον, διότι εἶναι φυσικὸν νὰ πιστεύῃ τις, ὅτι ὅταν ἐσχηματί-
σθησαν αἱ παράγωγοι, ἐλέγοντο καὶ αἱ πρωτότυποι, αἱ ὁποῖαι κατόπιν περιέπεσαν εἰς ἀχρηστίαν.
Ὥστε οὐδὲν θαῦμα ὅτι λέγεται σήμερον ἀλαβαστρένιος, εἶναι δὲ ἄγνωστον τὸ ἀλάβαστρον. Ἄλλοτε
πάλιν σύνθετοι λέξεις ἐτυμολογοῦνται διὰ τῆς συνθέσεως ἀρχαίων ἢ ἀμφοτέρων ἀγνώστων σήμερον,
οἷον ἀγκυλοστροφίδα ἐκ τοῦ ἀγκύλος καὶ στροφίς, ἀθρακούφη ἐκ τοῦ ἀνθρακιὰ καὶ κούφη, ἢ
τῆς μιᾶς μόνον ἀπολεσθείσης, τῆς δὲ ἑτέρας σῳζομένης, οἷον ἀγριόσταχυς ἐκ τοῦ ἄγριος καὶ στάχυς,
ἁλωνάπι ἐκ τοῦ ἁλώνι καὶ ἄπιον. Ἀντὶ τοῦ στάχυς καὶ ἄπιον λέγονται σήμερον τὸ στάχυ καὶ
ἀπίδι. Καὶ ἐνταῦθα εἶναι ἀνάγκη νὰ δεχθῶμεν ὅτι τὰ συνθετικὰ μέρη ἀμφότερα ἢ τὸ ἓν μόνον
ἐλησμονήθησαν μετὰ τὴν σύνθεσιν χωρὶς διὰ τοῦτο νὰ λησμονηθῇ καὶ τὸ σύνθετον.
Εἰς τὸ σημασιολογικὸν μέρος αἱ σημασίαι κατατάσσονται κατ’ ἐξέλιξιν ἱστορικήν, ἀναγράφεται
δέ, ὅπου νομίζεται ἀναγκαῖον, καὶ ἂν σημασία τις εἶναι ἀρχαία ἢ μεταγενεστέρα ἢ μεσαιωνική. Αἱ
ἑτερογενεῖς σημασίαι, ἤτοι αἱ μὴ κατ’ ἐξέλιξιν παραχθεῖσαι ἢ αἱ φαινόμεναι τοιαῦται, διότι ἀγνοοῦνται
αἱ διάμεσοι αἱ ἀποτελοῦσαι τοὺς σταθμοὺς τῆς σημασιολογικῆς ἐξελίξεως, χωρίζονται διὰ τῶν Λατι-
νικῶν ἀριθμητικῶν I, II κτλ. Π. χ. ἀντίψυχο I) Τὸ ἔμπλαστρον τοῦ στομάχου. II) Τὸ Σάββατον
τῆς Τυρινῆς. Αἱ ὁμογενεῖς σημασίαι, ἤτοι αἱ καθ’ οἱανδήποτε ἐξέλιξιν παραχθεῖσαι, ἂν μὲν ἀποτελοῦν
ὁμάδας, καθὼς εἶναι αἱ σημασίαι κυριολεξίας καὶ μεταφορᾶς, ἐνεργητικοῦ καὶ παθητικοῦ, μεταβατικαὶ
καὶ ἀμετάβατοι, ἐμψύχων καὶ ἀψύχων κττ., χωρίζονται διὰ τῶν Ἑλληνικῶν κεφαλαίων Α καὶ Β καὶ
ἡ οὕτω χαρακτηριζομένη ὁμὰς ὑποδιαιρεῖται καθὼς εἰς τὴν ἑπομένην περίπτωσιν, ἂν ὅμως δὲν ἀπο-
τελοῦν ὁμάδας, χωρίζονται διὰ τῶν Ἀραβικῶν ἀριθμητικῶν 1, 2, 3 κτλ. καὶ τῶν Ἑλληνικῶν β, γ, δ κτλ.
πρὸς παράστασιν τῶν σημασιῶν, αἱ ὁποῖαι γενετικῶς πρέπει νὰ καταταχθοῦν μεταξὺ τοῦ 1, 2, 3 κτλ.
Γίνεται χρῆσις καὶ τοῦ (α), (β), (γ) κτλ. εἰς περίπτωσιν δηλώσεως ἰδιαιτέρας σημασιολογικῆς ἀποχρώ-
σεως ἢ ἰδιαιτέρας χρήσεως λέξεώς τινος εἰς τὴν ἰδίαν σημασίαν ἢ εἰς περίπτωσιν δηλώσεως ἰδιαιτέρων
χαρακτηριστικῶν γνωρισμάτων. Αἱ σημασίαι διασαφηνίζονται οὐ μόνον διὰ παραδειγμάτων τοῦ κοινοῦ
λόγου, ἀλλὰ καὶ διὰ παροιμιῶν, γνωμικῶν, αἰνιγμάτων καὶ ᾀσμάτων. Τῶν ᾀσμάτων διαστέλλονται τὰ ἐκ
λογοτεχνικῶν ποιητικῶν ἔργων χωρία, τὰ ὁποῖα χαρακτηρίζονται ὡς ποιήματα. Τὰ παραδείγματα λείπουν
συνήθως εἰς τοὺς τεχνικοὺς καὶ φυσιογνωστικοὺς ὅρους καὶ ἀλλαχοῦ, ὅπου τὸ ἀρχεῖον δὲν παρέχει
πληροφορίας, εἶναι δὲ ἀναγκαῖα καὶ παρατίθενται ὄχι μόνον διὰ τὴν διασάφησιν τῆς σημασιολογικῆς
χρήσεως τῶν λέξεων, ἀλλὰ καὶ διότι ὁ ἐξ ἑκάστων λέξεων συγκροτούμενος προφορικὸς λόγος ἀποτελεῖ
τὸ καθαρὸν κάτοπτρον καὶ πιστὸν ἐκμαγεῖον τῶν διανοημάτων, ἀντιλήψεων, παραστάσεων καὶ συναι-
σθημάτων τῶν λαλούντων. Καὶ ἑκάστη μὲν λέξις καθ’ ἑαυτὴν ἀποτελεῖ μουσικόν τινα φθόγγον
μεμονωμένον τῶν λοιπῶν, ἡ δὲ φράσις τὴν ὅλην μουσικὴν ἁρμονίαν. Λοιπὸν εἰς τὴν ἐπιστήμην οὔτε
τῆς φθογγολογίας οὔτε τῆς τυπολογίας οὔτε τῆς ἐτυμολογίας κατωτέρα εἶναι ἡ σημασιολογία καὶ ἡ
φρασεολογία10. Λεξικὸν χωρὶς παραδείγματα εἶναι σκελετὸς χωρὶς σάρκας ἤ, καθὼς εἶπεν ὁ Κοραῆς,
λεξικὸν χωρὶς φρασεολογίαν δὲν εἶναι κἂν ἄξιον νὰ ὀνομάζεται λεξικόν11. Χωρία ἀρχαίων ἢ μετα-
γενεστέρων ἢ μεσαιωνικῶν συγγραφέων πιστοποιοῦντα τὴν παλαιοτέραν σημασίαν λέξεώς τινος
τίθενται εἰς τὸ τέλος τῆς σημασίας μετὰ τὰ παραδείγματα, χωρία δὲ τῶν αὐτῶν συγγραφέων ἔχοντα
σχέσιν πρὸς τὴν σημασιολογικὴν χρῆσιν σημερινῶν λέξεων καὶ φράσεων ἀναφέρονται μετὰ τὰ παρα-
δείγματα ἐντὸς παρενθέσεως. Οὕτω πιστοποιεῖται διὰ πολλῶν ὁ ὅμοιος ἢ παραπλήσιος τρόπος τοῦ
διανοεῖσθαι καὶ αἰσθάνεσθαι νέων καὶ ἀρχαίων Ἑλλήνων. Ὡς ἐκ τῶν ἀνωτέρω φαίνεται καὶ εἰς τὸ
σημασιολογικὸν μέρος δὲν λείπει ἡ ἱστορικὴ ἔρευνα τῆς γλώσσης. Διὰ τῆς μελέτης τῆς σήμερον λαλου-
μένης γλώσσης καὶ τῆς ἀντιπαραβολῆς της πρὸς τὴν μεσαιωνικὴν καὶ ἀρχαίαν εἶναι δυνατὸν νὰ
καθορισθῇ ἡ ἱστορικὴ ἐξέλιξις τῶν πολλῶν σημασιολογικῶν μεταβολῶν τῆς νέας γλώσσης καὶ νὰ
ἐξευρεθῇ τὸ ἔτυμον πολλῶν ἀγνώστων λέξεων, περὶ τῶν ὁποίων ὑπῆρχεν ἀμφιβολία ἂν εἶναι Ἑλλη-
νικαὶ ἢ ξέναι12. Ἀληθῶς δὲ διὰ τοῦ πανταχόθεν συγκομισθέντος γλωσσικοῦ ὑλικοῦ ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἐγνώ-
σθησαν ἄγνωστοι πρότερον σημασίαι διάμεσοι μεταξὺ γνωστῶν, ἄνευ τῶν ὁποίων ἦτο ἀδύνατον νὰ
ἐξηγηθῇ ἡ σχέσις τῶν τελευταίων, ἀφ’ ἑτέρου δὲ πολλαὶ λέξεις ἀγνώστου ἀρχῆς ἢ καὶ ξέναι πρότερον
νομιζόμεναι εὗρον ἀσφαλῶς τὴν ἐτυμολογικήν των ἀρχήν, διότι ἐγνώσθησαν τύποι λέξεων ἀποτελοῦντες
οἱονεὶ τὸν μεταβατικὸν κρίκον ἀπὸ τῆς παλαιοτέρας καὶ ἀκεραιοτέρας μορφῆς εἰς τὴν νεωτέραν καὶ
ἐξηλλοιωμένην. Εἶναι δὲ ἐκτὸς πάσης ἀμφισβητήσεως ὅτι πολλάκις καὶ μόνον μία λέξις νομιζομένη
ξένη, διότι διὰ τῆς παρελεύσεως χιλιετηρίδων ἀπεμακρύνθη πολὺ ἀπὸ τὴν ἀρχικήν της μορφήν, ἂν διὰ
τῆς συγκριτικῆς ἐρεύνης ἀποδειχθῇ Ἑλληνική, ἀποτελεῖ μέγα κέρδος τῆς γλωσσικῆς ἐπιστήμης, ἐνίοτε
δὲ καὶ τὸ ἀσφαλέστερον τεκμήριον πρὸς λύσιν ζητήματός τινος ἱστορικοῦ ἢ ἐθνολογικοῦ.
⁂
Ἡ σύνταξις τῶν ἀρυρων ἤρχισε πρὸ τοῦ 1914, ὅτε ἐψηφίσθη ὁ νόμος περὶ τοῦ Λεξικοῦ, διότι,
ὡς ἐλέχθη ἀνωτέρω, ὁ ἀρχικὸς σκοπὸς τῆς ἐπιτροπείας ἦτο νὰ ἀρχίσῃ τοὐλάχιστον τὸ 1921 ἡ τύπωσις
τοῦ ἔργου, ἂν δὲν θὰ ἦτο δυνατὴ ἡ δημοσίευσις τοῦ πρώτου τόμου, συγχρόνως ὅμως ἐξηκολούθει καὶ
ἡ συλλογὴ γλωσσικοῦ ὑλικοῦ πανταχόθεν διὰ τῆς ἀποδελτιώσεως ἑκατοντάδων ἐντύπων καὶ χειρο-
γράφων. Πολυτιμοτάτην συμβολὴν παρέσχε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ παρέχῃ εἰς τὸ ἔργον τοῦ Λεξικοῦ ἡ ἐν
Ἀθήναις Γλωσσικὴ Ἑταιρεία. Προκηρύσσουσα τακτικὰ κατ’ ἔτος διαγωνισμὸν πρὸς συλλογὴν γλωσ-
σικοῦ ὑλικοῦ ἁπανταχόθεν τῆς Ἑλληνικῆς γῆς μετὰ τὴν κρίσιν καὶ βράβευσιν ἢ ἀμοιβὴν τῶν συλλο-
γέων παραδίδει τὰ χειρόγραφα συμφώνως πρὸς ρητὴν διάταξιν τοῦ καταστατικοῦ της εἰς τὸ ἀρχεῖον
τοῦ Ἱστορικοῦ Λεξικοῦ πρὸς χρῆσιν καὶ φύλαξιν. Ἀρκετὴ ὑπῆρξε καὶ ἡ συμβολὴ τοῦ Λαογραφικοῦ
Ἀρχείου, τοῦ ὁποίου ἀπεδελτιώθησαν τὰ χειρόγραφα. Ἱκανὸν γλωσσικὸν ὑλικὸν καὶ ἄριστον ὑπὸ ἔποψιν
ποιοῦ προσεκομίσθη καὶ ἐκ τῶν ἀποστολῶν τῶν συντακτῶν, οἱ ὁποῖοι κατ’ ἔτος σχεδὸν μετέβαινον
καὶ μεταβαίνουν εἰς μέρη, τῶν ὁποίων τὰ γλωσσικὰ ἰδιώματα εἶναι ἀνεξερεύνητα καὶ ἄγνωστα. Διὰ
τοῦ τρόπου τούτου καταβάλλεται φροντίς, ὅπως εἰς τὸ Λεξικὸν ἀντιπροσωπευθοῦν ὅσον τὸ δυνατὸν
περισσότερα ἰδιώματα, ἂν ὄχι πάντα. Ἀπὸ ἐπιστημονικῆς ἀπόψεως σπουδαίαν σημασίαν ἔχει τὸ
γεγονὸς ὅτι πλουσίως ἀντιπροσωπεύονται τὰ ἰδιώματα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα διακρίνονται ἀπ’ ἀλλήλων καὶ
ἀπὸ τῆς κοινῆς Ἑλληνικῆς δι’ οὐσιωδῶν χαρακτηριστικῶν γνωρισμάτων ὡς πρὸς τοὺς θεμελιώδεις
ὀργανικοὺς νόμους τῆς φωνητικῆς καὶ τοῦ τυπικοῦ τῆς γραμματικῆς των, οἷον τὸ Ποντικόν, Τσακω-
νικόν, Κυπριακόν, βόρειον Ἑλληνικὸν κλπ. Οἱ συντάκται ἠσχολήθησαν καὶ εἰδικώτερον εἰς τὴν
συλλογὴν ἐπαγγελματικῶν τεχνικῶν ὅρων, οἷον ναυτικῆς, ἀγγειοπλαστικῆς, ραπτικῆς, ὑφαντικῆς, φαρμα-
κευτικῆς, ζαχαροπλαστικῆς, μαγειρικῆς, γεωργίας, μελισσοκομίας κττ. Ἡ συλλογὴ ἔγινε καὶ εἰς τὰς
Ἀθήνας καὶ εἰς τὰς ἐπαρχίας ἀναλόγως τῆς φύσεως τοῦ ἐπαγγέλματος. Νοεῖται δὲ οἴκοθεν ὅτι διὰ τῆς
συστηματικῆς καὶ ἀδιακόπου συλλογῆς γλωσσικοῦ ὑλικοῦ μὴ δυναμένου νὰ συγχωνευθῇ μὲ τὸ πρῶτον
καταρτισθὲν ἀρχεῖον χρησιμοποιηθὲν ἤδη εἰς τὴν σύνταξιν ἄρθρων παρέστη ἀνάγκη νὰ σχηματισθοῦν
ἄλλα ἀρχεῖα, δεύτερον, τρίτον, τέταρτον κλπ., τῶν ὁποίων τὰ δελτία συγχωνεύονται τμηματικῶς μὲ τὸ
πρῶτον ἐφόσον προχωρεῖ ἡ σύνταξις καὶ ἀνασυντάσσονται ἢ συμπληρώνονται διὰ τοῦ ἑκάστοτε
προσκομιζομένου νέου ὑλικοῦ τὰ ἤδη συντεταγμένα ἄρθρα.
Παρὰ πάσας ὅμως τὰς ἐλπίδας ὅτι θὰ ἦτο δυνατῂ ἡ ἔναρξις τῆς τυπώσεως τοῦ Λεξικοῦ τὸ 1921,
ὅτε θὰ ἑωρτάζετο ἡ ἑκατονταετηρὶς τῆς ἐθνικῆς ἀνεξαρτησίας, δὲν κατωρθώθη τοῦτο. Ὄχι μόνον
ὁ παγκόσμιος πόλεμος καὶ ἡ συμμετοχὴ τῶν Ἑλλήνων εἰς αὐτὸν ἐκώλυσαν σοβαρῶς τὴν πρόοδον τοῦ
ἔργου, διότι καὶ ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς συντάκτας καὶ γραφεῖς ἐκλήθησαν εἰς τὰς τάξεις τοῦ στρατοῦ, εἰς τὰς
ὁποίας ἔμειναν ἱκανὸν χρόνον, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ἐσωτερικοὶ λόγοι δὲν ἐπέτρεψαν πάντοτε τὴν ἐνέργειαν
γλωσσικῶν ἀποστολῶν καὶ αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν ἡ φύσις τοῦ ἔργου δυσχερεστάτου ἀπὸ πάσης ἀπόψεως
δὲν ἐπέτρεπε σπουδήν. Ἔπρεπεν εἰς τὸ Λεξικὸν νὰ περιληφθοῦν ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερα ἰδιώ-
ματα καὶ δὴ τὰ ἀπὸ γλωσσικῆς ἀπόψεως παρουσιάζοντα μεγαλύτερον ἐνδιαφέρον, ἡ δὲ συναγωγὴ τοῦ
ἀναγκαίου ὑλικοῦ καὶ ἡ μελέτη αὐτῶν ἀπῄτει χρόνον πολύν. Ἔπειτα διὰ τῆς παρελεύσεως τοῦ χρόνου
καὶ τῆς ἐνδελεχοῦς μελέτης ἐπαρουσιάζοντο ἑκάστοτε κενὰ πάσης φύσεως, τὰ ὁποῖα ἔπρεπε μὲ πάντα
τρόπον νὰ πληρωθοῦν διὰ νὰ ἀποβῇ τὸ ἔργον ὅσον τὸ δυνατὸν ἀρτιώτερον καὶ τελειότερον, δεῖγμα τῆς
Ἑλληνικῆς ἐπιστήμης καὶ ἀντάξιον τῆς προσδοκίας τῶν ἁπανταχοῦ λογίων. Ἦτο ἀνάγκη καὶ ἐνταῦθα
νὰ ἐφαρμοσθῇ τὸ γλωσσικὸν ἀξίωμα τοῦ Κοραῆ, ὅτι «εἰς λεξικὸν μάλιστα ἢ εἰς ἄλλο τι χρησιμεύει
τὸ σπεῦδε βραδέως» καὶ «λεξικὸν καλὸν εἶναι μεγάλου κόπου καὶ μεγάλης κρίσεως ἔργον»13. Καὶ
ὁ μὲν ἑορτασμὸς τῆς ἑκατονταετηρίδος ἀνεβλήθη διὰ λόγους ἐσωτερικοὺς καὶ ἐξωτερικούς, ἡ δὲ ἔναρξις
τῆς τυπώσεως τοῦ Λεξικοῦ μόλις κατωρθώθη τὸν Σεπτέμβριον τοῦ 1930. Ἐν τῷ μεταξὺ ἐπῆλθεν ἀπὸ
διοικητικῆς ἀπόψεως μεταβολὴ εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ Λεξικοῦ. Διὰ Προεδρικοῦ Διατάγματος τῆς
14 Μαρτίου 1927 εἰς ἐκτέλεσιν συντακτικῆς ἀποφάσεως τῆς ἐθνοσυνελεύσεως τῆς 18 Μαρτίου 1926
περὶ ὀργανισμοῦ τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν ἡ ὑπηρεσία τοῦ Λεξικοῦ ὑπήχθη εἰς τὴν Ἀκαδημίαν,
ἡ ὁποία διοικεῖ τὰ κατ’ αὐτὴν δι’ ἰδίας ἐφορευτικῆς ἐπιτροπείας ἐξ ἀκαδημαϊκῶν ἀποτελουμένης νῦν
ἐκ τοῦ Γεωργίου Χατζιδάκι ὡς προέδρου, Δημητρίου Καμπούρογλου ὡς ἀντιπροέδρου καὶ τῶν μελῶν
Σωκράτους Κουγέα, Κωνσταντίνου Δυοβουνιώτου καὶ Ἀντωνίου Κεραμοπούλου.
⁂
Διευθυνταὶ καὶ ἀρχισυντάκται τοῦ Λεξικοῦ ὑπῆρξαν οἱ ἑξῆς. Πέτρος Παπαγεωργίου (1911
-1914), Παναγῆς Λορεντζᾶτος (1914-1923), Κωνσταντῖνος Ἄμαντος (1924-1925), Ἰωάννης Βογια-
τζίδης (1925-1926), Φαίδων Κουκουλὲς (1926-1931) καὶ Ἄνθιμος Παπαδόπουλος (1932 καὶ ἑξῆς).
Συντάκται δὲ ἀπὸ τῆς συστάσεως μέχρι σήμερον ὑπῆρξαν κατὰ χρονικὴν σειρὰν διορισμοῦ οἱ ἑξῆς.
Ἐμμανουὴλ Πεζόπουλος (1909-1911), Ἀθανάσιος Μπούτουρας (1909-1911), Ἰωάννης Λουλάκις
(1911-1912), Ἰωάννης Τσικόπουλος (1911-1912), Φαίδων Κουκουλὲς (1911-1926), Νικόλαος Δεκα-
βάλλας (1911-1917), Σταμάτιος Ψάλτης (1913-1920), Μιχαὴλ Στεφανίδης (1913-1926), Μανόλης Τριαν-
ταφυλλίδης (1913-1917), Κωνσταντῖνος Ἄμαντος (1914-1924), Ἰωάννης Βογιατζίδης (1914-1925),
Βασίλειος Φάβης (1914 καὶ ἑξῆς), Στίλπων Κυριακίδης (1914-1918), Δημοσθένης Οἰκονομίδης (1914
-1926), Ἄνθιμος Παπαδόπουλος (1914-1932), Πέτρος Φουρίκης (1914-1929), Ἀνδρέας Δαλέζιος
(1915-1918), Στυλιανὸς Δεινάκις (1916-1933), Γεράσιμος Σαλβᾶνος (1917-1920), Χρῖστος Παντε-
λίδης (1919 καὶ ἑξῆς). Ἀντώνιος Σιγάλας (1920-1926), Μιχαὴλ Δένδιας (1921-1926), Γεώργιος
Ἀναγνωστόπουλος (1921-1927), Ἰωάννης Κακριδῆς (1924-1926 καὶ 1929-1930), Ἀντώνιος Χ. Χατζῆς
(1928 καὶ ἑξῆς), Νικόλαος Ἀνδριώτης (1928 καὶ ἑξῆς), Γεώργιος Κουρμούλης (1932 καὶ ἑξῆς) καὶ
Ἰωάννης Ποῦλος (1932 καὶ ἑξῆς).
Οἱ συντάκται, ἂν καὶ ὀλίγοι τὰ πρῶτα ἔτη, ἤρχισαν, καθ’ ἃ ἐλέχθη, νὰ συντάττουν τὰ ἄρθρα
εὐθὺς ὡς κατηρτίσθη τὸ πρῶτον ἀρχεῖον, ἐπειδὴ ὅμως ἐξηκολούθει νὰ συλλέγεται ὑλικὸν δι’ ὅλου
τοῦ χρόνου καὶ μέχρι τῆς ἐνάρξεως τῆς τυπώσεως καὶ ἐπειδὴ διὰ τῆς παρελεύσεως τοῦ χρόνου καὶ τῆς
καλυτέρας τῶν πραγμάτων μελέτης εὕρισκον τὴν ὀρθοτέραν λύσιν διάφορα ζητήματα σχετιζόμενα πρὸς
τὰς μεθοδικὰς καὶ τεχνικὰς διατάξεις τοῦ κανονισμοῦ τῆς συντάξεως, ἐννοεῖται ὅτι ἔπρεπεν ἑκάστοτε τὰ
ἤδη συντεταγμένα ἄρθρα ὄχι μόνον νὰ συμπληρώνωνται ὡς πρὸς τοὺς τύπους καὶ τὰς σημασίας τῶν
λέξεων καὶ τὰ παραδείγματα ἑκάστης σημασίας, ἀλλὰ καὶ νὰ ὑφίστανται ἀνασύνταξιν ἄλλοτε μὲν
μερικήν, ἄλλοτε δὲ γενικήν, διότι καὶ τὸ προσκομιζόμενον νέον ὑλικὸν διαφωτίζον πληρέστερον τὰ
πράγματα ἀπῄτει αὐτήν, ἐνίοτε δὲ καὶ νὰ τροποποιοῦνται ὡς πρὸς τὸ ἔτυμον συμφώνως πρὸς τὰ
νέα πορίσματα τῆς ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης. Πλὴν τούτου συνεπληρώθησαν καὶ πάμπολλα κενὰ εἰς τὰς
συντακτικὰς σειρὰς διὰ τῆς συντάξεως νέων ἄρθρων μὲ τὸ προσκομισθὲν νέον ὑλικόν. Εἶναι ἀνάγκη
νὰ προσθέσωμεν ἐνταῦθα καὶ τὸ ἑξῆς, ὅτι πρὸς ἐπιτυχίαν ὅσον τὸ δυνατὸν μεγαλυτέρας τελειότητος
τοῦ Λεξικοῦ οἱ συντάκται δὲν ἠρκέσθησαν μόνον εἰς τὸ ὑλικὸν τοῦ ἀρχείου, ἀλλὰ προσέθεσαν καὶ ὅσα
αὐτοὶ ἔσῳζον εἴτε εἰς τὴν μνήμην των εἴτε εἰς ἴδια σημειώματα, ἔτι δὲ ἐπεδίωξαν τὴν συμπλήρωσιν
τῶν ἄρθρων καὶ διὰ προφορικῶν πληροφοριῶν, τὰς ὁποίας ἐζήτησαν παρ’ ἄλλων. Τὸ ὅτι δὲ κατάγονται
ἐκ διαφόρων χωρῶν καὶ οὕτω ἀντιπροσωπεύουν διάφορα γλωσσικὰ ἰδιώματα καὶ τοῦτο ἀποτελεῖ μέγα
ἀγαθόν, διότι ἡ καθ’ ἡμέραν προφορικὴ ἐπικοινωνία καὶ συζήτησις ἐπὶ διαφόρων γλωσσικῶν ζητημάτων
πολυτρόπως προάγει τὸ ἔργον τοῦ Λεξικοῦ. Ἐπειδὴ δὲ συνέβη, ὅπως ἐκ τῶν ἀνωτέρω φαίνεται,
κατὰ διάφορα ἔτη νὰ ἀποχωρήσουν ἐκ τῆς ὑπηρεσίας πολλοὶ συντάκται ἢ νὰ ἀποθάνουν, αὐτονόητον
εἶναι ὅτι τὰ ἀρχικῶς ὑπὸ τοῦ πρώτου συντάκτου συνταχθέντα ἄρθρα μετὰ τὴν ἀποχώρησιν ἢ τὸν
θάνατόν του ἀνεθεωρήθησαν ὑπὸ δευτέρου, τούτου δὲ τὰ ἄρθρα ὑπὸ τρίτου. Οὕτω αἱ εἰς τὸν παρόντα
τόμον περιεχόμεναι σειραὶ συνετάχθησαν ἀρχικῶς καὶ ἀνασυνταχθεῖσαι συνεπληρώθησαν εἴτε αὐταὶ
καθ’ ἑαυτὰς εἴτε διὰ τῆς προσθήκης νέων ἄρθρων ὡς ἀκολούθως.
α — ἀγκαλοφέρνω Μ. Τριανταφυλλίδης — Α. Α. Παπαδόπουλος.
ἀγκαλῶ — *ἀγριευτὸς Β. Φάβης.
ἀγριεύω — ἀγωνιστὴς Σ. Ψάλτης — Σ. Δεινάκις.
ἀγώρα — ἀδώρητος Π. Λορεντζᾶτος — Α. Σιγάλας — Χ. Παντελίδης.
ἀεὶ — αἷμα Π. Λορεντζᾶτος — Χ. Παντελίδης.
αἱμάκι — ἀκολουθῶ Π. Λορεντζᾶτος — Β. Φάβης.
ἀκολύμπητος — ἀκρογιάλι Σ. Ψάλτης — Χ. Παντελίδης.
ἀκρογιαλιὰ — ἀλανοπερίστερο Π. Λορεντζᾶτος — Ι. Βογιατζίδης — Α. Α. Παπαδόπουλος.
ἀλαπαγανεύω — *ἀλέτρωμα Σ. Ψάλτης — Ι. Βογιατζίδης — Α. Α. Παπαδόπουλος.
ἀλέττα — ἀμάζευτος Σ. Ψάλτης — Σ. Δεινάκις — Α. Α. Παπαδόπουλος.
Ἀμαζόνα — ἀμπελοβάτραχος Σ. Ψάλτης — Α. Χ. Χατζῆς.
ἀμπελόβεργα — ἀμπερόβιολα Σ. Ψάλτης — Φ. Κουκουλὲς — Α. Χ. Χατζῆς.
ἀμπεροδιαρτίζω — ἀμπουλλίτσα Σ. Ψάλτης — Φ. Κουκουλὲς — Ν. Ἀνδριώτης.
ἀμπουριάζω-ἀμωρωζοσύνη Σ. Ψάλτης — Φ. Κουκουλὲς — Χ. Παντελίδης.
Τὰ ἄρθρα τοῦ φυσικοῦ κόσμου, ἤτοι ζῳολογίας, φυτολογίας, χυμείας κττ., συνετάχθησαν ὑπὸ
τοῦ συντάκτου Μ. Στεφανίδου. Ταῦτα διεσπαρμένα κατὰ τὴν ἀλφαβητικήν των σειρὰν εἰς πάσας τὰς
ἀνωτέρω σειρὰς διακρίνονται διὰ τῶν ἐν τέλει αὐτῶν κειμένων δύο ἀστερίσκων (**). Τὰ δὲ Τουρκικὰ
ἄρθρα ἀρχικῶς μὲν συνετάχθησαν ὑπὸ τοῦ Σ. Κυριακίδου, διασκευασθέντα δὲ ἀνασυνετάχθησαν καὶ
συνεπληρώθησαν ὑπὸ τῶν οἰκείων συντακτῶν τῶν σειρῶν, εἰς τὰς ὁποίας περιέχονται.
Εἰς τὸ γραφεῖον τοῦ Λεξικοῦ πλὴν τῆς κυρίας ἐργασίας συνετελέσθη καὶ ἄλλη σχετική. Ἀπὸ
τὸ 1914 ἤρχισε νὰ δημοσιεύεται τὸ Λεξικογραφικὸν Ἀρχεῖον τῆς μέσης καὶ νέας Ἑλληνικῆς
περιέχον γλωσσικὰς μελέτας τοῦ Γεωργίου Χατζιδάκι, τῶν συντακτῶν τοῦ Λεξικοῦ καὶ ἄλλων λογίων,
αἱ ὁποῖαι ἀνάγονται εἰς ζητήματα γραμματικά, φωνητικὰ ἢ ἀναλογικά, εἰς ζητήματα ἐτυμολογικά,
σημασιολογικὰ κττ. Πᾶσαι αἱ μελέται αὗται συνετέλεσαν πολὺ εἰς τὴν ἐπιστημονικὴν προαγωγὴν τοῦ
Λεξικοῦ. Τὸ Λεξικογραφικὸν Ἀρχεῖον κατ’ ἀρχὰς μὲν ἐδημοσιεύετο ὡς παράρτημα τῆς «Ἀθηνᾶς»,
περιοδικοῦ συγγράμματος τῆς ἐν Ἀθήναις Ἐπιστημονικῆς Ἑταιρείας, εἰς τὴν ὁποίαν διὰ τοῦτο ὀφεί-
λονται χάριτες, ἔπειτα δὲ αὐτοτελῶς. Ὡς παράρτημα τοῦ 6ου τόμου ἐδημοσιεύθη τὸ λεξικὸν τῆς Τσακω-
νικῆς διαλέκτου τοῦ Μιχαὴλ Δέφνερ. Ἡ ἔκδοσις τοῦ περιοδικοῦ ἔπαυσε μετὰ τὸν 6ον τόμον τὸ 1923
διὰ λόγους οἰκονομικούς.
Ἐνταῦθα ἀνάγκη νὰ προστεθοῦν καὶ τὰ ἑξῆς. Τὸ Λεξικὸν εἶναι τῆς κοινῆς καὶ τῶν ἰδιωμάτων,
μεταξὺ δὲ τούτων καταλέγονται καὶ πολλὰ ἔξω τῶν ὁρίων τῆς Ἑλλάδος. Ἐκ τούτων τὰ ἐν Βουλγαρίᾳ
καὶ Τουρκίᾳ δὲν ἔχουν πλέον οὐδεμίαν σημασίαν ὡς πρὸς τὴν γεωγραφικὴν ἔκτασιν τῆς νέας
Ἑλληνικῆς γλώσσης, διότι ἕνεκα συμβάσεων τῆς Ἑλλάδος πρὸς τὰ κράτη ταῦτα οἱ Ἕλληνες ἀπὸ
χιλιετηρίδων κάτοικοι τῶν χωρῶν τούτων μετενάστευσαν ἀπὸ τὸ 1923 εἰς τὴν ἐλευθέραν πατρίδα.
Ἐξαιρεῖται μόνον τὸ ἰδίωμα Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου παρέμειναν οἱ Ἕλληνες, τὸ ὁποῖον ὅμως
ἀνήκει μᾶλλον εἰς τὴν κοινὴν Ἑλληνικὴν καὶ δὲν δύναται νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς ἰδίωμα εἰς τὴν κυρίαν
σημασίαν τῆς λέξεως. Ὥστε σήμερον διὰ τὸ Λεξικὸν δὲν ὑπάρχει πλέον Πόντος, Καππαδοκία, Ἰωνία,
Βιθυνία, Α.Θράκη, Α.Ρουμελία κτλ., ἀλλ’ ἰδιώματα τῶν χωρῶν τούτων λαλούμενα πρότερον μὲν
ἐκτὸς τῶν ὁρίων τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους, ὅτε ἔγινε ἡ μελέτη των καὶ ἡ ἐξ αὐτῶν ἀποθησαύρισις
τοῦ γλωσσικοῦ ὑλικοῦ, νῦν δὲ ἐντὸς αὐτῶν. Καὶ τὰ μὲν ἰδιώματα ταῦτα ἕνεκα τοῦ συγχρωτισμοῦ καὶ
τῆς ἀναμείξεως τῶν μετοικησάντων Ἑλλήνων καὶ πρὸς ἀλλήλους καὶ πρὸς τοὺς ἰθαγενεῖς μοιραίως
θὰ ὑποστοῦν ἀλληλεπιδράσεις καὶ ἀλλοιώσεις καὶ μετὰ μίαν ἢ δύο γενεὰς θὰ γεννηθῇ κἄπου τῆς
Ἑλλάδος νέον ἰδίωμα ἀνάμεικτον φέρ’ εἰπεῖν ἐκ τοῦ Μακεδονικοῦ καὶ τοῦ Ποντικοῦ, τοῦ Ποντικοῦ
καὶ Καππαδοκικοῦ καὶ οὕτω καθεξῆς, ἀλλὰ τὸ παρὸν Λεξικὸν θὰ ἀποτελῇ διὰ τὴν ἱστορίαν τῆς
γλώσσης καὶ τὴν γλωσσικὴν καθόλου ἐπιστήμην πολύτιμον μνημεῖον σῷζον ἐκ τῆς φθορᾶς τοῦ χρόνου
ἰδιώματα ἄξια μελέτης ἀπὸ πάσης ἀπόψεως.
⁂
Ἐπειδὴ τὸ Λεξικὸν περιέχει λέξεις κοινὰς καὶ ἰδιωματικὰς καὶ εἶναι ἑπόμενον νὰ μὴ ἔχουν
πᾶσαι τὴν ἰδίαν γεωγραφικὴν ἔκτασιν, ἐκρίθη καλὸν νὰ ὁρισθῇ ὁπωσδήποτε αὕτη ὄχι μόνον ὡς πρὸς
τοὺς τύπους, ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὰς σημασίας αὐτῶν.
Διὰ τοῦ ὅρου κοιν. (=κοινὸν) χαρακτηρίζεται τύπος ἢ σημασία λέξεως, ἡ ὁποία ἔχει μεγάλην
διάδοσιν εἰς τὴν κοινῶς λαλουμένην γλῶσσαν, διὰ δὲ τοῦ σύνηθ. (=σύνηθες) λέξις ἔχουσα μὲν ἱκανὴν
διάδοσιν, μικροτέραν ὅμως τοῦ κοινοῦ. Εἰς ἀμφοτέρας τὰς περιπτώσεις παραλείπονται οἱ τόποι,
οἱ συγγραφεῖς καὶ οἱ λεξικογράφοι, ἀναγράφονται δὲ μόνον μετὰ τὴν βραχυγραφίαν κοιν. ἢ σύνηθ.
καὶ τὰ τοπωνύμια Ἀπουλία, Καλαβρία, Καππαδοκία, Πόντος καὶ Τσακωνία, ἐφόσον αἱ χῶραι αὗται
μνημονεύονται εἰς τὸ ἀρχεῖον, διότι τὰ ἰδιώματα αὐτῶν εἶναι ἐντελῶς διαλεκτικὰ καὶ δὲν δύνανται
νὰ ἀνήκουν εἰς τὴν ἔκτασιν τοῦ κοινοῦ ἢ συνήθους.
Ἐὰν δὲ αἱ μὲν πληροφορίαι τοῦ ἀρχείου ὡς πρὸς τὴν γεωγραφικὴν ἔκτασιν λέξεώς τινος
καὶ κατὰ τύπους καὶ σημασίας εἶναι ἐλλιπεῖς, ὑπάρχει δὲ πεποίθησις ὅτι ἡ λέξις εἶναι πολὺ μεγαλυτέρας
ἐκτάσεως, τότε χαρακτηρίζεται διὰ τοῦ ὅρου πολλαχ. (=πολλαχοῦ). Καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν αὐτὴν
ἀναγράφονται μετὰ τὴν σχετικὴν βραχυγραφίαν τὰ τοπωνύμια Ἀπουλία, Καλαβρία, Καππαδοκία,
Πόντος καὶ Τσακωνία δι’ ὃν λόγον ἀνωτέρω ἐλέχθη, ἂν μνημονεύωνται ἐν τῷ ἀρχείῳ, παραλείπονται
δὲ ὁμοίως οἱ λεξικογράφοι καὶ οἱ συγγραφεῖς.
Μικροτέραν ἔκτασιν σημαίνει τὸ ἐνιαχ. (=ἐνιαχοῦ) χρησιμοποιούμενον ὁσάκις αἱ πληροφορίαι
τοῦ ἀρχείου κρίνονται ἐλλιπεῖς.
Ἐὰν ἡ λέξις δὲν δύναται νὰ χαρακτηρισθῇ μήτε κοινὴ μήτε συνήθης, ἀναγράφονται μετὰ τὸν
τύπον ἢ τὴν σημασίαν αὐτῆς πάντες οἱ ὑπὸ τοῦ ἀρχείου σημειούμενοι τόποι, ὁσάκις δὲ εἶναι πιθανὸν
ὅτι τύπος ἢ σημασία τις ὑπάρχει καὶ ἀλλαχοῦ, τότε μετὰ τοὺς τόπους προσγράφεται ἡ βραχυγραφία κ. ἀ.
Οἱ ὅροι κοιν. σύνηθ. καὶ πολλαχ. ὡς καὶ τὰ τοπωνύμια παραλείπονται εἰς τὸ λῆμμα, ὅταν τοῦτο
μὴ ὂν καὶ ὁ ἀρχαιότερος τύπος τίθεται ὡς εὑρετήριον τῶν ἀκολουθούντων ἀπὸ τοῦ ἀρχαϊκωτέρου καὶ
ἑξῆς τύπων καὶ ἐπαναλαμβάνεται εἰς τὴν ἐξελικτικὴν σειρὰν αὐτῶν, ὅτε καὶ ἀναγράφονται ταῦτα. Μετὰ
τὰ περιφερειακὰ τοπωνύμια ἀκολουθοῦν ἐντὸς παρενθέσεως τὰ ἐπὶ μέρους τοπωνύμια. Τὰ περιφερειακὰ
παριστάνουν μεγάλας γεωγραφικὰς περιφερείας, ἔχουν δὲ κυρίως σκοπὸν νὰ δείξουν ἀμέσως τὴν
γεωγραφικὴν θέσιν τῶν μερικῶν καὶ οὐχὶ τὴν γλωσσικὴν ἑνότητα ἀπὸ φωνητικῆς ἢ γραμματικῆς
ἀπόψεως. Ὅπου δὲ αὕτη παρουσιάζεται, ὡς π. χ. ἐν Κύπρῳ καὶ ἐν μέρει ἐν Πόντῳ, εἶναι ἐντελῶς
τυχαία. Ὑπάρχουν δὲ καὶ τοπωνύμια μεμονωμένα, κατὰ τὸ πλεῖστον νήσων, τῶν ὁποίων ἡ ὑπαγωγὴ
εἰς περιφερείας ἢ δὲν ἐκρίθη σκόπιμος ἢ δὲν ἦτο εὔκολος διὰ νὰ μὴ γεννηθῇ γεωγραφικὴ σύγχυσις.
Ὀνόματα περιοδικῶν ἢ ἐφημερίδων, ἐκ τῶν ὁποίων παραλαμβάνονται λέξεις ἢ παραδείγματα,
διὰ νὰ διακρίνωνται ἀπὸ τοπωνύμια, τίθενται συντετμημένα ἐντὸς παρενθέσεως μετὰ τῆς σχετικῆς
παραπομπῆς, ἐκτὸς ἂν τὸ παράδειγμα ἀκολουθῇ ἑρμηνεία ἐντὸς παρενθέσεως, ὅτε κατ’ ἀνάγκην
παραλείπεται αὕτη εἰς τὴν παραπομπήν. Ἀκριβῶς δὲ διὰ τὸν αὐτὸν λόγον προηγουμένου περιφε-
ρειακοῦ τοπωνυμίου τίθεται παῦλα πρὸ τῆς παρενθέσεως διὰ νὰ μὴ γεννηθῇ σύγχυσις πρὸς τὰ ἐπὶ
μέρους τοπωνύμια ἀκολουθοῦντα τὸ περιφερειακὸν ἐντὸς παρενθέσεως. Ἐπίσης πρὸς ἀποφυγὴν
ὁμοίας συγχύσεως τὰ ὀνόματα τῶν λεξικογράφων καὶ συγγραφέων γράφονται μετὰ τὰ τοπωνύμια
κατόπιν παύλας. Ὁμοίως διὰ παύλας ἀποφεύγεται ἡ σύγχυσις τοῦ ὅρου ποίημ. (=ποίημα) πρὸς
τυχὸν προηγούμενον τοπωνύμιον.
Ἐὰν δὲ τύπος τις λέξεως δὲν μαρτυρῆται μὲν ὑπὸ τοῦ ἀρχείου, εἶναι ὅμως δυνατὸς κατὰ τὸ
γλωσσικὸν ἡμῶν αἴσθημα, χαρακτηρίζται διὰ τοῦ ὅρου ἀμάρτ. (=ἀμάρτυρον).
Λέξις ἰδιωματικὴ ἐξηλλοιωμένη ἀνάγεται κατὰ τὴν ἀναγραφὴν τοῦ λήμματος εἰς τὸν κανο-
νικὸν τύπον χαρακτηριζόμενον δι’ ἀστερίσκου. Τοῦτο γίνεται διὰ νὰ μὴ διασπασθῇ ἡ οἰκογένεια
ὁμορρίζων εἴτε συγγενῶν λέξεων ἢ ἂν ὑπάρχῃ πιθανότης ὅτι ἦτο δυνατὸν ποτὲ νὰ λεχθῇ οὗτος. Οἷον
αἱ λέξεις ἀνεδιάδα καὶ ἀθοκάτσουλλο ἀνήχθησαν εἰς τὰ λήμματα *ἀγναντιάδα καὶ *ἀθογάτ-
τουλλο. Καὶ μετοχαὶ ὑπάγονται εἰς τὸν κανονικὸν τύπον ἀνυπάρκτου ρήματος ὁμοίως χαρακτηρι-
ζομένου, οἷον τὸ ἀλλαξοκορμιασμένος ὑπήχθη εἰς τὸ λῆμμα *ἀλλαξοκορμιάζω.
Εἰς τὸ ἐτυμολογικὸν ὁσάκις λείπει ἡ λέξις, ἐκ τῆς ὁποίας πρέπει νὰ ἐτυμολογηθῇ τὸ λῆμμα,
κατ’ ἀνάγκην ἀναγράφεται αὕτη ὡς ὑποθετική, χαρακτηρίζεται δὲ ὡς ἀμάρτυρος μέν, ἂν εἶναι πιθανὴ
κατὰ τὸ γλωσσικὸν ἡμῶν αἴσθημα, οἷον ἁλαταροῦ, ἁλατισεά, ἀλαφρικᾶτα ἐκ τῶν ἀμαρτ. ἁλα-
ταρᾶς, ἁλάτισι, ἀλαφρικᾶτος, δι’ ἀστερίσκου δέ, ἂν δὲν νομίζεται πιθανή, οἷον ἀγροικιάζομαι,
ἀλευροθέσι, ἀλλαγηγνωμῶ, ἀλλαξοτοπῶ ἐκ τῶν *ἀγροικιά, *ἀλευροθέσιον, *ἀλλαγήγνωμος,
*ἀλλαξότοπος. Τὰ τοιαῦτα ἐτυμολογικὰ πλάσματα δὲν ἀναγράφονται εἰς τὴν σειρὰν τῶν λημμάτων.
Ὡς πρὸς τὰ δι’ ἀστερίσκου χαρακτηριζόμενα δὲν πρέπει νὰ γίνεται σύγχυσις πρὸς τὰς λέξεις ἐκείνας,
αἱ ὁποῖαι χαρακτηρίζονται μὲν ὁμοίως εἰς τὸ ἐτυμολογικόν, ἀλλ’ ὑπάρχουν καὶ εἰς τὴν σειρὰν τῶν
λημμάτων, ὁσάκις κατὰ τὰ εἰρημένα εἶναι ἀναγκαῖαι διὰ νὰ ὑπαχθοῦν εἰς αὐτὰς λέξεις ἰδιωματικαὶ
ἐξηλλοιωμέναι φωνητικῶς ἢ ἀναλογικῶς, οἷον *ἀλλαξομυτίζω ἐκ τοῦ *ἀλλαξομύτης, τοῦτο δὲ ὡς
λῆμμα τοῦ ἀλ-λαξομύτ-της.
⁂
Εἰς τὸ Λεξικὸν ἀποθησαυρίζονται καὶ πᾶσαι αἱ λέξεις, αἱ ὁποῖαι παραδίδονται ὑπὸ λεξικο-
γράφων καὶ λογοτεχνῶν ἀρκεῖ νὰ φέρουν γνησίαν δημώδη μορφὴν ὡς πρὸς τὴν παραγωγὴν ἢ
σύνθεσιν, ἀδιάφορον ἂν δὲν μαρτυροῦνται ρητῶς ἀπὸ τόπον τινά, τοὐναντίον δὲ ἀπεκλείονται λέξεις
λεξικογράφων ἢ λογοτεχνῶν, αἱ ὁποῖαι φαίνονται πρόχειρα κατασκευάσματα. Διότι οἱ μὲν λογοτέχναι
καὶ κατ’ ἐξοχὴν οἱ ποιηταὶ δύνανται νὰ πλάττουν λέξεις, ἀλλὰ τὸ Λεξικόν, ἐπειδὴ ἐπιδιώκει ὡρι-
σμένον ἐπιστημονικὸν σκοπόν, δὲν ἔχει κἀμμίαν ὑποχρέωσιν νὰ ἀποθησαυρίζῃ λέξεις ἀγνώστους εἰς
τὸν λαόν, στιγμιαῖα πλάσματα γλωσσικῶν ἀναγκῶν τῆς λογοτεχνίας ἢ αὐθαίρετα γλωσσικὰ κατασκευά-
σματα ἄνευ ἀνάγκης τινός. Ἀντιθέτως περιέχει τὸ Λεξικὸν καὶ πολλὰς λέξεις λογίας, αἱ ὁποῖαι ὅμως
διὰ τῆς μακρᾶς χρήσεως κατέστησαν λίαν κοιναὶ καὶ τοῦτ’ αὐτὸ δημώδεις, οἷον περίπατος, ταχυ-
δρομεῖο, τελωνεῖο, ὑπουργὸς κτλ. ἀντὶ τῶν βόλτα, πόστα, κουμμέρκι, μινίστρος, αἱ ὁποῖαι ἢ
ἐξέλιπον ἤδη ἢ τείνουν νὰ ἐκλείψουν. Τὸ Λεξικὸν περιλαμβάνει λέξεις, τὰς ὁποίας νοεῖ καὶ αἰσθάνεται
ὁ λαός, ἀδιάφορον ἂν παρεδόθησαν εἰς τὴν παροῦσαν γενεὰν διὰ τῆς προφορικῆς παραδόσεως τοῦ
λαοῦ ἢ ἂν εἰσήχθησαν εἰς τὴν γλῶσσαν τοῦ λαοῦ ὑπὸ τῆς λογίας παραδόσεως, ἀπορρίπτει δὲ λέξεις,
τὰς ὁποίας ἀγνοεῖ ὁ λαός. Τὸ Λεξικὸν εἶναι τῆς λαλουμένης γλώσσης τοῦ λαοῦ καὶ οὐχὶ τῆς ὑπὸ
πολλῶν γραφομένης μάλιστα σήμερον δημοτικῆς. Καὶ αἱ λόγιαι λέξεις χαρακτηρίζονται ἀναλόγως τῆς
ἐκτάσεώς των ὡς λόγιαι κοιναὶ ἢ λόγιαι συνήθεις ἢ λόγιαι πολλαχοῦ. Ἐπειδὴ δὲ συμβαίνει ἐνίοτε
λέξις λογία κοινὴ ἢ συνήθης νὰ εἶναι δημώδης εἴς τι ἰδίωμα, τότε εὐθὺς μετὰ τὸν πρῶτον χαρα-
κτηρισμὸν ἀκολουθεῖ ἡ βραχυγραφία καὶ δημῶδ. (=δημῶδες) μετὰ τῶν τόπων, εἰς τοὺς ὁποίους
λέγεται, οἷον ὄρος ὁ λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. Πόντ.
⁂
Ἐπειδὴ τὸ Λεξικὸν δὲν εἶναι κυρίως χρηστικόν, ἀλλὰ προωρισμένον πρὸ παντὸς εἰς τὴν ἐξυπη-
ρέτησιν ἐπιστημονικοῦ σκοποῦ, διὰ τοῦτο ἐκρίθη ἀναγκαῖον νὰ χρησιμοποιηθῇ οὐχὶ ἡ φωνητικὴ γραφή,
ἀλλ’ ἡ ἱστορικὴ πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, ἔνθα λόγος αἰσθητικὸς ἐπέβαλλε τὴν πρώτην. Π. χ. οὐχὶ
ἀγαπᾷει κατὰ τὴν ἱστορικὴν γραφήν, ἀλλ’ ἀγαπάει. Καὶ αἱ ξέναι λέξεις μεταγραφόμεναι τηροῦν
τὴν οἰκείαν γραφήν, οἷον ἀββιζάρω (Ἰταλ. avvisare), πιάττο (Ἰταλ. piatto), φουρνέλλο (Ἰταλ.
fornello) κττ. Ἡ ἱστορικὴ γραφὴ κανονίζει πολλάκις καὶ τὸν τονισμόν, οἷον ἀγούροι, ἀνθρώποι
(οὐχὶ ἀγοῦροι, ἀνθρῶποι), ὁμοίως ἀκούς, κλαί’ (κλαίει), ποτήρι, τρώ’ (τρώει) κτλ., ἀλλὰ -ῶθα
-ῶθες -ῶθεν καὶ -εῦτα -εῦτες -εῦτεν ἐν Πόντῳ, οἷον ἐστεφανῶθα -ῶθες -ῶθεν, ἐπαιδεῦτα
-εῦτες -εῦτεν ἐκ τῶν παλαιῶν ἐστεφανώθην -ώθης -ώθη, ἐπαιδεύθην -εύθης -εύθη, διότι
ἕνεκα τῆς ἀλλοιώσεως τῶν φωνηέντων λόγος αἰσθητικὸς ἐπέβαλλε τὴν ἐφαρμογὴν τοῦ παλαιοῦ περὶ
τονισμοῦ γραμματικοῦ κανόνος.
Εἰς τὴν θέσιν τοῦ πλήρως ἐκπεσόντος ἀτόνου φωνήεντος ἢ τοῦ ἐκπεσόντος ἀρκτικοῦ συμφώνου
τίθεται ἀπόστροφος, οἷον ποτήρι-ποτήρ’ , σιτάρι-σ’ τάρι, ἐκεῖνος -’ κεῖνος, γίδα-’ ίδα, δὲν-’ ὲν κττ.
Τοῦ κανόνος ἐξαιροῦνται οἱ κοινοὶ τύποι τῆς προστακτικῆς ἀφήστε, γράψτε, τρέξτε, φέρτε κλπ., εἰς
τοὺς ὁποίους συνεκόπη ε. Ὁσάκις ὅμως εἰς τὰ βόρεια ἢ ἡμιβόρεια ἰδιώματα ἀκούεται φθογγικόν τι
ὑπόλειμμα τοῦ ἐκπεσόντος φωνήεντος, γράφεται μικρότερον γράμμα ὀλίγον ὑψηλά, οἷον ἀγάνι, στάσι
κττ. Ἂν ἡ λέξις, τῆς ὁποίας ἀφῃρέθη τὸ ἀρκτικὸν φωνῆεν, εἶναι κοινὴ ἢ συνήθης, δὲν τίθεται τὸ
σημεῖον τῆς ἀφαιρέσεως, οἷον ἡμέρα - μέρα, ἰδῶ - δῶ, εἰπῶ - πῶ.
Οἱ ἄτονοι φθόγγοι τῶν βορείων ἰδιωμάτων ε, αι, ο, ω οἱ μὴ ὑποστάντες μὲν τελείαν κώφωσιν,
ἀλλ’ ὄντες κλειστότεροι τῶν συνήθων, ἤτοι μεταξὺ ε καὶ ι, ο καὶ ου, παριστάνονται διὰ τῶν ἰδίων
γραμμάτων, μικροτέρων ὅμως τῶν συνήθως χρησιμοποιουμένων καὶ ὡς ἐκθετῶν, οἷον νερὸ κττ.
Κατόπιν παύλας γράφεται τὸ πρόσφυμα -ιν ἢ -ι, τὸ ὁποῖον ἐν Πόντῳ προσκολλᾶται εἰς τὸ
τέλος οἱασδήποτε λέξεως μόνον εἰς τὰ ᾄσματα διὰ λόγους μετρικούς, ὡς ἀετὸς -ιν, κλαὶς -ιν κττ.
Τὰ ὡς διπλᾶ προφερόμενα σύμφωνα γράφονται ἠραιωμένα μετὰ μικρᾶς παύλας, οἷον ἀθ-θά-
ριν, ἀλ - λογκομ - μάιν, ἀμάκ - κωτος, ἀμάπ - πωτος.
Τὸ εἰς ξένας λέξεις τ, τὸ ὁποῖον προηγουμένου ν εἶναι ἴσον εἰς τὴν προφορὰν πρὸς τὸ Λατι-
νικὸν , γράφεται μετὰ μικρᾶς παύλας προηγουμένης, οἷον ἀβαν - τάριο, ἀγαν - τάρω.
Τὸ εἰς ξένας λέξεις σ διατηροῦν τὴν προφορὰν πρὸ τοῦ μ γράφεται μετὰ μικρᾶς παύλας, οἷον
ἀς - μᾶς (οὐχὶ ἀζμᾶς).
Οἱ ἰδιάζοντες κλειστοὶ φθόγγοι τοῦ ἰδιώματος Λευκῶν Πάρου γράφονται ὡς ἐκθέται, οἷον
ἀδ’ νατ’ ζῶ (ἀδυνατίζω), ἀν’ φόρος (ἀνήφορος) κτλ. Ὁμοίως ὡς ἐκθέτης γράφεται ὁ φθόγγος ου ὁ
προερχόμενος ἐνιαχοῦ ἐκ τῆς ἰδιαζούσης προφορᾶς τοῦ λ, οἷον ἄουο (ἄλογο), ἁουώνι (ἁλώνι) κτλ.
⁂
Ἓν ἀπὸ τὰ θεμελιώδη χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ Λεξικοῦ εἶναι καὶ ἡ πιστὴ κατὰ τὸ
δυνατὸν φωνητικὴ παράστασις παντὸς γλωσσικοῦ στοιχείου, διότι καὶ ἐπιστημονικῶς ὀρθὸν καὶ πρὸς
τούτοις ὡραῖον εἶναι τὸ ἀληθῶς λαλούμενον κατὰ τὴν γνησίαν λαϊκὴν προφοράν. Διὰ τὸν λόγον
τοῦτον πρὸς ἀκριβεστέραν φωνητικὴν παράστασιν ἐκτὸς τῶν κοινῶν γραμμάτων τοῦ ἀλφαβήτου
γίνεται χρῆσις καὶ τῶν ἑξῆς.
ᾶ, φθόγγος μεταξὺ ε καὶ α εἰς τὸ ἰδίωμα Πόντου ἴσος περίπου πρὸς τὸν Γερμανικὸν ἄ.
β Λατινικὸν διὰ πάντα μέσον ἄρρινον φθόγγον ἐκ τοῦ β, μβ, μπ, π προερχόμενον.
γ, οὐρανικὸν γ ἐντὸς λέξεως εἰς τὰ βόρεια ἰδιώματα, κατόπιν τοῦ ὁποίου ἐξέπεσε φωνῆεν
i [=ι, η, ει, οι). Τοῦτο δηλαδὴ καθὼς καὶ τὰ ἄλλα οὐρανικὰ σύμφωνα, περὶ τῶν ὁποίων κατωτέρω,
διατηρεῖ τὴν πρὸ τοῦ i προφορὰν καὶ μετὰ τὴν ἔκπτωσίν του. Τοιοῦτος φθόγγος ἀναπτύσσεται καὶ
ἐν συνεχείᾳ μεταξὺ λέξεων.
g Λατινικὸν διὰ πάντα μέσον ἄρρινον φθόγγον ἐκ τοῦ γ, γγ, γκ, κ προερχόμενον.
g, οὐρανικὸν g, κατόπιν τοῦ ὁποίου ἐξέπεσε φωνῆεν i.
d Λατινικὸν διὰ πάντα μέσον ἄρρινον φθόγγον ἐκ τοῦ δ, νδ, ντ, τ προερχόμενον.
d%170d%170 ἐκ τοῦ λλ, ἰδιάζων φθόγγος εἰς τὰς διαλέκτους τῆς Καλαβρίας καὶ Ἀπουλίας.
ξ, παχὺ ζ ἴσον πρὸς τὸ Γαλλικὸν j.
, οὐρανικὸν κ εἰς τὰ βόρεια ἰδιώματα, κατόπιν τοῦ ὁποίου ἐξέπεσε φωνῆεν i.
, δασὺ κ τῆς Τσακωνικῆς διαλέκτου.
, οὐρανικὸν λ εἰς τὰ βόρεια ἰδιώματα, κατόπιν τοῦ ὁποίου ἐξέπεσε φωνῆεν i.
, ὑπερωικὸν λ τῆς Τσακωνικῆς διαλέκτου.
, ἰδιόρρυθμον λ πρὸ τοῦ α, ο, ου εἰς τὰς ἐπαρχίας Ἁγίου Βασιλείου καὶ Σφακιῶν Κρήτης
ἴσον περίπου πρὸς τὸ Ἀγγλικὸν r ἐν τῷ to morrow.
γ, ὑπερωικὸν ν τῆς Τσακωνικῆς διαλέκτου.
, οὐρανικὸν ν τῶν βορείων ἰδιωμάτων, κατόπιν τοῦ ὁποίου ἐξέπεσε φωνῆεν i.
, παχὺ ξ ἴσον πρὸς τὸ κ .
, φθόγγος μεταξὺ ε καὶ ο εἰς τὸ ἰδίωμα Πόντου ἴσος περίπου πρὸς τὸν Γερμανικὸν .
, δασὺ π τῆς Τσακωνικῆς διαλέκτου.
ρ, ὑπερωικὸν ρ τῆς Τσακωνικῆς διαλέκτου.
σ ῀ , παχὺ ρ ἴσον πρὸς τὸ Γαλλικὸν ch.
, δασὺ τ τῆς Τσακωνικῆς διαλέκτου.
ϋ, φθόγγος μεταξὺ ι καὶ ου ἴσος πρὸς τὸν Γαλλικὸν u.
, οὐρανικὸν χ εἰς τὰ βόρεια ἰδιώματα, κατόπιν τοῦ ὁποίου ἐξέπεσε φωνῆεν i.
, παχὺ ψ ἴσον πρὸς τὸ πδ.
, φθόγγος μεταξὺ ε καὶ ο εἰς τὸ ἰδίωμα Πόντου ἴσος περίπου πρὸς τὸν Γερμανικὸν ο͂.
⁂
Ἀπὸ τῆς συστάσεως τοῦ Ἱστορικοῦ Λεξικοῦ μέχρι τῆς ἐνάρξεως τῆς δημοσιεύσεως παρῆλθον
εἰκοσιδύο ἔτη, καθ’ ἃ δὲν δυνάμεθα νὰ ἰσχυρισθῶμεν ὅτι περισυνελέγη ὁλόκληρος ὁ γλωσσικὸς
θησαυρὸς ὁ φερόμενος εἰς τὸ στόμα τοῦ λαοῦ καὶ ἑπομένως ὅτι τὸ Λεξικὸν εἶναι πλῆρες. Πάντως
ὑπολείπεται μέρος τοῦ θησαυροῦ τούτου, μικρὸν ἢ μέγα ἄγνωστον. Ἡ ἔλλειψις αὕτη ἕνεκα τῆς φύσεως
τοῦ ἔργου εἶναι μειονέκτημα ἀναπόφευκτον. Τὸ παρὸν Λεξικὸν δὲν εἶναι καθὼς τὸ τῆς ἀρχαίας
Ἑλληνικῆς. Ἐκεῖνο μὲν εἶναι λεξικὸν ἐκδεδομένων καὶ γνωστῶν κειμένων καὶ ἐπιγραφῶν καὶ ἕνεκα
τοῦ λόγου τούτου δὲν πρέπει νὰ λείπῃ οὐδεμία λέξις τῶν γραπτῶν τούτων μνημείων, ἀδιάφορον ἂν διὰ
τῆς γραπτῆς ταύτης παραδόσεως δὲν μετεδόθη εἰς ἡμᾶς ὁλόκληρος ὁ γλωσσικὸς πλοῦτος τῆς ἀρχαίας
Ἑλληνικῆς, τοῦτο ὅμως εἶναι Λεξικὸν τῆς ζωντανῆς γλώσσης, τῆς ὁποίας αἱ λέξεις ἀποθησαυρίζονται
ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ λαοῦ. Ἕνεκα τούτου διὰ νὰ φέρῃ τὸν χαρακτῆρα τοῦ κατὰ προσέγγισιν τελείου,
θὰ ἔπρεπε νὰ παρέλθῃ μακρότατος χρόνος, διότι μόνον τοιουτοτρόπως θὰ ἧτο δυνατὸν νὰ μελε-
τηθῇ τὸ ἰδίωμα καὶ τοῦ τελευταίου χωρίου ὄχι μόνον τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἐκτὸς τῆς Ἑλλάδος
ἐν διασπορᾷ εὑρισκομένου Ἑλληνικοῦ ἔθνους καὶ νὰ καταγραφοῦν αἱ λέξεις αὐτοῦ. Καὶ ἐφόσον μὲν
μετὰ τῆς τυπώσεως ἐξακολουθεῖ ἀπαύστως ἡ συναγωγὴ γλωσσικοῦ ὑλικοῦ, τὰ ἑπόμενα γράμματα τοῦ
ἀλφαβήτου διαρκῶς θὰ πλουτίζωνται, μετὰ δὲ τὴν ἀποπεράτωσιν τοῦ ὅλου ἔργου ἀναγκαίως θὰ
ἐκδοθῇ συμπλήρωμα περιέχον ὄχι μόνον νέας ὅλως λέξεις, ἀλλὰ καὶ νέους τύπους καὶ νέας σημασίας
λέξεων, αἱ ὁποῖαι ἀπεθησαυρίσθησαν ἤδη ἐν τῷ Λεξικῷ. Καὶ μετὰ τοῦτο ὅμως ἀπόκειται εἰς τοὺς
μεταγενεστέρους νὰ μελετήσουν τὰς ἐλλείψεις του καὶ νὰ προβοῦν εἰς τὴν συμπλήρωσίν του διὰ
νέας ἐκδόσεως.
Ἐν Ἀθήναις τῇ 4 Νοεμβρίου 1933.
Ο ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ
Α. Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
1 Ἐπιστολ. (ἔκδ. Ν. Δαμαλᾶ) 1, 419.
2 Ἑλλην. Βιβλιοθ. 3, ια.
3 Πβ. καὶ Γ. Ν. Χατζιδάκι, Περὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ Λεξικοῦ ἐν Ἀθηνᾷ 24 (1912) 373 - 384.
4 Ἐφημερὶς τῆς Κυβερνήσεως 8 Νοεμβρίου 1908, τεῦχ. 1, ἀριθμ. φύλλ. 280.
5 Ἰδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5 (1918/20) σ . 354 καὶ 359 τὴν πρώτην καὶ δευτέραν ἔκθεσιν τῆς ἐπιτρο-
πείας τοῦ Λεξικοῦ πρὸς τὸ ὑπουργεῖον τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς δημοσίας ἐκπαιδεύσεως ὑπὸ χρονολογίας
27 Ἰανουαρίου 1910 καὶ 17 Ἰανουαρίου 1911.
6 Περὶ τῆς σημασίας τῶν οὐδετέρων τύπων κοινὸν καὶ σύνηθες χρησιμοποιουμένων ὡς ὅρων λεξικο-
γραφικῶν ἰδὲ κατωτέρω.
7 Ἑλλην. Βιβλιοθ. 3, κθ.
8 ἀνωτ. λ
9 Λεξικογρ. Ἀρχ. 5,356.
10 Πβ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5,5369 τὴν τρίτην ἔκθεσιν τῆς ἐπιτροπείας τοῦ Λεξικοῦ πρὸς τὸ ὑπουργεῖον
τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς δημοσίας ἐκπαιδεύσεως ὑπὸ χρονολογίαν 30 Ἰανουαρίου 1912.
11 Ἑλλην. Βιβλιοθ. 3, λ.
12 Πβ. πρώτην ἔκθεσιν ἀνωτ. σ . 355.
1 Ἐπιστολ. 3,985.
ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
Ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς συντάκτας ἀπεχώρησεν ὁ Βασίλειος Φάβης τὸ 1940, νέοι δὲ διωρίσθησαν
τὸ μὲν 1942 ὁ ἤδη ἀπὸ τοῦ 1937 ἀπεσπασμένος καθηγητὴς Στυλιανὸς Καψωμένος, τὸ δὲ 1941
ὁ Διονύσιος Τριβόλης.
Αἱ τοῦ παρόντος τόμου σειραὶ τῶν ἄρθρων συνταχθεῖσαι πρότερον ὑπὸ ἄλλων συντακτῶν
ἀνασυνετάχθησαν τελικῶς καὶ συνεπληρώθησαν ὑπὸ ἑτέρων ὡς ἑξῆς.
ἄρα-ἅρπα Ν. Δεκαβάλλας-Π. Λορεντζᾶτος-Α. Α. Παπαδόπουλος.
ἄρπα-ἄρυτε Μ. Τριανταφυλλίδης-Α. Α. Παπαδόπουλος.
* ἀρχαγγελᾶτος-ἀρχιεπίσκοπος Σ. Δεινάκις-Δ. Γεωργακᾶς-Α. Α. Παπαδόπουλος.
ἀρχιερατικὸς-ἀρωνία Σ. Δεινάκις-Α. Α. Παπαδόπουλος.
-ᾶς-ἀσπρορρουχοῦ Σ. Δεινάκις-Σ. Καψωμένος.
ἄσπρος-ἀτρύπωτος Δ. Οἰκονομίδης-Ν. Ἀνδριώτης.
ἄτρυτος-ἀφακραζόλα Β. Φάβης-Α. Α. Παπαδόπουλος.
ἀφακράζομαι-ἄφεσέ Β. Φάβης-Σ. Καψωμένος.
ἀφετὰ-ἄφωτος Β. Φάβης-Α. Α. Παπαδόπουλος.
ἂχ-ἀψωτὸς Β. Φάβης-Ν. Ἀνδριώτης.
β-βάρος Κ. Ἄμαντος-Α. Α. Παπαδόπουλος.
βαρουλλὸς-βαστάζως Σ. Ψάλτης-Α. Α. Παπαδόπουλος.
βαστάgα-βγώνω Π. Φουρίκης-Α. Α. Παπαδόπουλος.
βδέλυγμα-βλαστάρι Φ. Κουκουλὲς-Ν. Ἀνδριώτης.
βλασταριάζω-βλέπω Β. Φάβης-Γ. Κουρμούλης.
Τὰ ἄρθρα τοῦ φυσικοῦ κόσμου, ὅσα φέρουν εἰς τὸ τέλος δύο ἀστερίσκους [**], συνετάχθησαν
ὑπὸ τοῦ Μ. Στεφανίδου.
Ἐν Ἀθήναις τῇ 30 Νοεμβρίου 1942.
Ο ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ
ΑΝΘΙΜΟΣ Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ, ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
Ἀπὸ τοῦ 1942 μέχρι τοῦ 1953 ἔγιναν αἱ ἑξῆς μεταβολαὶ εἰς τὸ προσωπικὸν τοῦ Λεξικοῦ.
Ἀπεχώρησαν ὁ Νικόλαος Ἀνδριώτης τὸ 1944, ὁ Στυλιανὸς Καψωμένος τὸ 1944. ὁ Διονύσιος
Τριβόλης τὸ 1944, ὁ Σταμάτιος Καρατζᾶς διορισθεὶς τὸ 1941 ἀπεχώρησε τὸ 1946 καὶ ὁ Γεώργιος
Κουρμούλης τὸ 1949. Νέοι συντάκται διωρίσθησαν τὸ 1951 ὁ ἀπὸ τοῦ 1944 ἀπεσπασμένος
συντάκτης Ἰωάννης Καλλέρης καὶ τὸ 1945 ὁ Δικαῖος Βαγιακάκος. Ὡς ἀπεσπασμένος συντάκτης
εἰργάσθη ἀπὸ τοῦ 1946 μέχρι τοῦ 1953 ὁ Σταῦρος Μάνεσης.
Τοῦ πρώτου τεύχους τοῦ τετάρτου τόμου τοῦ Λεξικοῦ αἱ συντακτικαὶ σειραὶ συνετάχθησαν
καὶ ἀνασυνετάχθησαν καὶ συνεπληρώθησαν ὑπὸ ἀλληλοδιαδόχων συντακτῶν ὡς ἀκολούθως.
βλεφαρίδα-βόλος Β. Φάβης-Γ. Κουρμούλης-Α. Α. Παπαδόπουλος.
βολούλλα-βουλιαγμὸς Σ. Δεινάκις-Σ. Καψωμένος-Α. Α. Παπαδόπουλος.
βουλιάζω-βουριστῶντα Σ. Δεινάκις-Α. Α. Παπαδόπουλος.
βουρκάδα-βρακωτὸς Π. Λορεντζᾶτος-Ν. Ἀνδριώτης-Ι. Ποῦλος-Α. Α. Παπαδόπουλος.
βραναιὰ-βρόμος Α. Α. Παπαδόπουλος.
βροντάδα-βροντόφωνος Ι. Βογιατζίδης-Ν. Ἀνδριώτης-Γ. Κουρμούλης-Δ. Βαγιακάκος-Α. Α. Παπαδόπουλος.
βροντοφωνῶ-βρυωτὸς Ι. Βογιατζίδης-Δ. Βαγιακάκος-Α. Α. Παπαδόπουλος.
βρῶμα-βρωμωσκανῶ Α. Α. Παπαδόπουλος.
βρῶσι-βῶτσος Ι. Βογιατζίδης-Δ. Βαγιακάκος-Α. Α. Παπαδόπουλος.
γ-γαλανοχρυσωμένος Σ. Ψάλτης-Α. Α. Παπαδόπουλος.
γαλατάντερο-γὰρ Σ. Ψάλτης-Ι. Ποῦλος-Α. Α. Παπαδόπουλος.
γαραλαῒα-γάργαρος Σ. Ψάλτης-Κ. Ρωμαῖος-Σ. Μάνεσης-Α. Α. Παπαδόπουλος.
Τὰ ἄρθρα τοῦ φυσικοῦ κόσμου τὰ φέροντα εἰς τὸ τέλος δύο ἀστερίσκους [**] συνετάχθησαν
ὑπὸ τοῦ Μ. Στεφανίδου.
Ἐν Ἀθήναις τῇ 30 Αὐγούστου 1953.
Ο ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ
ΑΝΘΙΜΟΣ Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ, ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Ἡ ἐκτύπωσις τοῦ παρόντος τεύχους τοῦ Δʹ τόμου τοῦ Λεξικοῦ ἐβράδυνε διὰ τοὺς κάτωθι λόγους:
Ἡ Ἐφορευτικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ Λεξικοῦ ἀπεφάσισεν ὀρθογραφικὰς τροποποιήσεις, τὰς ὁποίας συνεζήτησεν
εἰς ἐπανειλημμένας συνεδρίας ἀπὸ τοῦ 1959-1963. Ἡ ἐφαρμογὴ τούτων κατὰ τὴν σύνταξιν τῶν
ἄρθρων τοῦ Λεξικοῦ κατ’ ἀνάγκην ἀνέτρεψεν ὄχι μόνον τὴν ἀλφαβητικὴν σειρὰν τῶν λέξεων, αἱ ὁποῖαι
εἶχον ἤδη συνταχθῆ, ἀλλὰ καὶ τὴν ὀρθογραφίαν αὐτῶν καθὼς καὶ τὴν ὀρθογραφίαν τῶν σχετικῶν διαλεκτικῶν
ἐκφράσεων.
Πρὸς τούτοις, ἡ συγκέντρωσις εἰς τὸ Ἀρχεῖον τοῦ Λεξικοῦ μεγάλου ἀριθμοῦ χειρογράφων γλωσσικοῦ
ὑλικοῦ ἐξ ὅλων τῶν διαμερισμάτων τῆς χώρας ἐπέβαλε τὴν ἀποδελτίωσιν αὐτῶν καὶ τὴν χρησιμοποίησιν
τοῦ πλουσιωτάτου τούτου ὑλικοῦ διὰ τὴν σύνταξιν τῶν ἄρθρων. Διὰ τῆς γενομένης ἀποδελτιώσεως,
ἡ ὁποία ἀπέδωκε περίπου τρία ἑκατομμύρια δελτία, ἅτινα λημματογραφηθέντα συνεχωνεύθησαν εἰς
τὸ ὑπάρχον ἤδη Ἀρχεῖον, ἐδιπλασιάσθη τὸ πρὸς σύνταξιν χρησιμοποιούμενον διαλεκτικὸν ὑλικόν. Κατόπιν
τούτου ἤρχισεν, ὡς ἦτο ἑπόμενον, ἡ ἀνασύνταξις ἐπὶ τῇ βάσει καὶ τοῦ νέου ὑλικοῦ καὶ τῆς καθορισθείσης
ὀρθογραφίας τῶν συντεταγμένων ἤδη ἄρθρων. Οὕτως ἐπετεύχθη ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἡ παρουσίασις εἰς τὰ
ἄρθρα μεγαλυτέρου διαλεκτικοῦ Ἑλληνικοῦ χώρου, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἡ συμπλήρωσις ὡς πρὸς τοὺς τύπους
καὶ τὰς σημασίας τῶν ἤδη συντεταγμένων ἄρθρων διὰ πολλῶν νέων διαλεκτικῶν στοιχείων, ἀλλὰ καὶ ἡ
προσθήκη νέων ἐντελῶς ἄρθρων.
Εἰς τὴν ἐπιβράδυνσιν τῆς ἀνασυντάξεως τῶν ἄρθρων συνετέλεσε καὶ ἡ ἔλλειψις προσωπικοῦ, διότι,
μετὰ τὴν ἐντὸς τριετίας ἀποχώρησιν ἐκ τῆς ὑπηρεσίας τῶν παλαιῶν συντακτῶν τοῦ Λεξικοῦ, ἐβράδυνεν
ὁ διορισμὸς νέων πρὸς συμπλήρωσιν τῶν κενῶν θέσεων.
Ἤδη ἐπὶ τῇ βάσει περίπου ἓξ ἑκατομμυρίων δελτίων συντελεϊται ἡ ἀνασύνταξις τῶν συντεταγμένων
ἤδη σειρῶν λέξεων τοῦ γράμματος Γ καὶ Δ καθὼς καὶ ἡ σύνταξις τῶν λέξεων τοῦ γράμματος Ε. Ἡ συγκέντρωσις
διαλεκτικοῦ ὑλικοῦ συνεχίζεται.
Τὰ ἄρθρα τοῦ παρόντος τεύχους ἀπὸ τῆς λ. <η>γαρδαλώνω-γελοκλαινίζω<´ η> ἐξετυπώθησαν διευθυντοῦ
ὄντος τοῦ Ἰω. Καλλέρη.
Ἐν Ἀθήναις τῇ 15ῃ Σεπτεμβρίου 1980
Ο ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ
ΔΙΚΑΙΟΣ Β. ΒΑΓΙΑΚΑΚΟΣ
ΜΕΤΑΒΟΛΑΙ ΕΙΣ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΝ
Ἀπὸ τοῦ 1953 ἔγιναν αἱ ἑξῆς μεταβολαὶ εἰς τὸ προσωπικὸν τοῦ Κέντρου Συντάξεως τοῦ Ἱστορικοῦ Λεξικοῦ:
1953 Δεκέμβριος. Ἀπεχώρησεν ὁ διευθυντὴς τοῦ Κέντρου Ἄνθιμος Παπαδόπουλος.
1954-1955 12 Μαρτίου διηύθυνε τὸ Κέντρον ὁ συντάκτης Δικαῖος Β. Βαγιακάκος.
1955 13 Μαρτίου διωρίσθη διευθυντὴς τοῦ Κέντρου ὁ συντάκτης Ἰωάννης Καλλέρης, ὅστις παρέμεινε
μέχρι τῆς 17 Αὐγούστου 1964, ὅτε ἀπεχώρησε τῆς ὑπηρεσίας ὡς συμπληρώσας 35ετίαν.
1964-1967 Διευθύνων τὸ Κέντρον ἦτο ὁ συντάκτης Ἰωάννης Ποῦλος, ὅστις ἀπεχώρησε τῆς ὑπηρεσίας
τὴν 1ην Ὀκτωβρίου 1967 ὡς συμπληρώσας 35ετίαν.
1967 2 Ὀκτωβρίου διωρίσθη διευθυντὴς τοῦ Κέντρου ὁ συντάκτης Δικαῖος Β. Βαγιακάκος.
1954 30 Ἰουνίου διωρίσθη διὰ μετατάξεως ἀπὸ τὴν Μέσην Ἐκπαίδευσιν ὁ συντάκτης Ἀθανάσιος Κωστάκης,
ὅστις ἀπεχώρησε τὴν 19 Μαρτίου 1970.
1954 30 Ἰουνίου διωρίσθη διὰ μετατάξεως ἀπὸ τὴν Μέσην Ἐκπαίδευσιν ὁ συντάκτης Σταῦρος Μάνεσης,
ὅστις ἀπεχώρησε τὴν 26 Μαΐου 1973 ὡς συμπληρώσας 35ετίαν.
1954 1 Ἰουλίου διωρίσθη διὰ μετατάξεως ἀπὸ τὴν Μέσην Ἐκπαίδευσιν ὁ συντάκτης Ἀναστάσιος
Καραναστάσης, ὅστις ἀπεχώρησε τὴν 18 Φεβρουαρίου 1971 ὡς συμπληρώσας 35ετίαν.
1956 2 Φεβρουαρίου διωρίσθη ὁ συντάκτης Νικόλαος Κοντοσόπουλος.
1956 27 Ἰουνίου διωρίσθη ὁ συντάκτης Δημήτριος Κρεκούκιας.
1962 12 Μαΐου ἐτοποθετήθη διὰ μετατάξεως εἰς τὸ Κέντρον Ἐρεύνης Ἑλληνικῆς Λαογραφίας ὁ συντάκτης
Κωνσταντῖνος Ρωμαῖος.
1964 6 Ἰουλίου διωρίσθη ὁ συντάκτης Εὐάγγελος Ροῦσος, ὅστις τὴν 25 Ἀπριλίου 1965 ἀπεσπάσθη
εἰς τὸ Κέντρον Ἐκδόσεως Ἀρχαίων Συγγραφέων. Τὸν Μάιον τοῦ 1966 ἐπανῆλθεν εἰς τὸ
Κέντρον καὶ τὴν 5 Φεβρουαρίου 1969 μετετάχθη εἰς τὸ Κέντρον Φιλοσοφίας.
1971 1 Ἰουλίου διωρίσθη ὁ συντάκτης Τίτος Γιοχάλας.
1972 20 Ἰουνίου διωρίσθη ἡ συντάκτις Ἀναστασία Κατσίκη.
1972 10 Νοεμβρίου διωρίσθη ἡ συντάκτις Ἐλευθερία Γιακουμάκη.
1973 21 Δεκεμβρίου διωρίσθη διὰ μετατάξεως ἀπὸ τὴν Μέσην Ἐκπαίδευσιν ὁ συντάκτης Γεώργιος
Ντελόπουλος.
1974 17 Μαΐου διωρίσθη ὁ συντάκτης Σταῦρος Κατσουλέας.
1974 22 Μαΐου διωρίσθη διὰ μετατάξεως ἀπὸ τὴν Μέσην Ἐκπαίδευσιν ἡ συντάκτις Μαρία Φλωριᾶ-Μήλα.
1975 3 Ἰανουαρίου διωρίσθη διὰ μετατάξεως ἀπὸ τὴν Μέσην Ἐκπαίδευσιν ὁ συντάκτης Ἀντώνιος
Μπουσμπούκης.
1975 8 Ἰανουαρίου διωρίσθη ἡ συντάκτις Αἰκατερίνη Φλεριανοῦ, ἡ ὁποία παρῃτήθη τὴν 1ην Σεπτεμβρίου
1975.
1977 11 Φεβρουαρίου διωρίσθη ὁ συντάκτης Χριστόφορος Χαραλαμπάκης.
1978 12 Μαΐου διωρίσθη ἡ συντάκτις Χριστίνα Μπασέα.
1970 16 Μαρτίου-1971 10 Ἰουλίου ὑπηρέτησεν ὡς γραφεὺς ἡ Εὐσταθία Κοράκη.
1974 7 Μαρτίου ἀπεχώρησε τῆς ὑπηρεσίας ἡ γραφεὺς Θεοδώρα Μπόμ, ὡς συμπληρώσασα 35ετίαν.
1977 15 Φεβρουαρίου ἀπεχώρησε τῆς ὑπηρεσίας ὁ γραφεὺς Ἐμμανουὴλ Ρενιέρης, ὡς συμπληρώσας 35ετίαν.
1971 20 Δεκεμβρίου μέχρι σήμερον ἐργάζεται ἐπὶ ἀναθέσει ἔργου (ἀποδελτίωσις χειρογράφων) ἡ Ἀλίκη
Μπελιᾶ.
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΑΙ ΣΕΙΡΑΙ
Τοῦ παρόντος τεύχους αἱ κατωτέρω συντακτικαὶ σειραὶ συνετάχθησαν, ἀνασυνετάχθησαν καὶ
συνεπληρώθησαν ὑπὸ ἀλληλοδιαδόχων συντακτῶν ὡς ἀκολούθως:
1. γαρδαλώνω-δέρνω Σ. Ψάλτης-Δ. Βαγιακάκος-Ἰω. Καλλέρης.
2. γδορὰ-γεννόφυλλα Σ. Ψάλτης-Δ. Βαγιακάκος.
3. γεννῶ-γεροδάσκαλος Δ. Οἰκονομίδης-Ἰω. Καλλέρης-Ἰω. Ποῦλος-Δ. Βαγιακάκος.
ΤΟΜΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ, ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Κατὰ τὴν διαρρεύσασαν ἀπὸ τῆς ἐκδόσεως τοῦ προηγουμένου τεύχους τετραετίαν προσετέθη εἰς τὸ
Ἀρχεῖον τοῦ Κέντρου ἱκανὸς ἀριθμὸς χειρογράφων γλωσσικῶν συλλογῶν, συνεκεντρώθη δὲ πλῆθος ἐντύ-
πων γλωσσικοῦ διαλεκτικοῦ περιεχομένου (λ. χ. γλωσσάρια, λεξικά, μελέται, φωτοτυπίαι σπανίων διαλε-
κτολογικῶν βιβλίων κ.τ.τ.). Ἡ ἐντατικὴ ἀποδελτίωσις τῶν ἀνωτέρω, ὡς καὶ ἡ φωτοτύπησις ἱκανοῦ ἀριθ-
μοῦ δελτίων παροιμιῶν ἐκ τοῦ Κέντρου Ἐρεύνης τῆς Ἑλληνικῆς Λαογραφίας, προσέφεραν πλουσιώτατον
νέον ὑλικόν, ὑπερβαῖνον κατὰ πολὺ τὸ ἓν ἑκατομμύριον δελτίων, ἡ ὕπαρξις τοῦ ὁποίου ἐπέβαλε τὴν ἀνα-
σύνταξιν καὶ συμπλήρωσιν τῶν ἤδη συντεταγμένων ἄρθρων. Οὕτως ἐπλουτίσθη τὸ τυπολογικὸν καὶ σημα-
σιολογικὸν μέρος τῶν ἄρθρων, προσετέθησαν δὲ καὶ νέα ἄρθρα, ἐνῷ ἡ ἀντιπροσώπευσις τοῦ ἑλληνικοῦ δια-
λεκτικοῦ χώρου κατέστη πληρεστέρα μὲ τὴν προσθήκην ὑλικοῦ προερχομένου ἐκ διακοσίων εἴκοσι καὶ
πλέον χωρίων καὶ κωμοπόλεων, ἐκ τῶν ὁποίων δὲν ὑπῆρχε μέχρι τοῦδε γλωσσικὸν ὑλικόν.
Κατὰ τὴν σύνταξιν τῶν ἄρθρων εἰσήχθησαν φραστικαί τινες ἁπλοποιήσεις, ὡς βλ(έπε) ἀντὶ ἰδ(έ), τὸ
ὁπ(οῖον) ἀντὶ ὅ, εἰς τὸ ἀντὶ ἐν τῷ κ.τ.τ., αἱ ὁποῖαι συνᾲδουν περισσότερον πρὸς τὸ σημερινὸν γλωσσικὸν
αἴσθημα, οὐδόλως ὅμως προδίδουν τὴν εἰς καθαρεύουσαν γλῶσσαν διατύπωσιν τῶν λημμάτων.
Ἕνεκα σχετικῆς βραδύτητος τῶν ἐργασιῶν ἐκτυπώσεως τῶν τριῶν πρώτων τυπογραφικῶν ὀκτασε-
λίδων εἰς τὸ Γαλλικὸν Ἰνστιτοῦτον Ἀθηνῶν ἡ ἐργασία ἀνετέθη εἰς ἕτερον ἀνάδοχον Οἶκον, καὶ συνεπείᾳ
τούτου παρουσιάσθησαν ἐλάχισταί τινες ἐλλείψεις τυπογραφικῶν στοιχείων. Δεδομένου ὅτι ἡ διαδικασία
παραγγελίας καὶ κατασκευῆς τούτων εἰς τὸ ἐξωτερικὸν ἀπεδείχθη ἰδιαιτέρως χρονοβόρος, προεκρίθη ἡ
συνέχισις τῆς ταχείας ἐκτυπώσεως τοῦ τεύχους ἄνευ τῶν στοιχείων αὐτῶν, τὰ ὁποῖα ἄλλωστε δὲν παρουσιά-
ζονται συχνὰ καὶ δὲν ἀλλοιώνουν οὐσιωδῶς τὴν ὀρθὴν φωνητικὴν ἀπόδοσιν τῶν τύπων.
Ἤδη ὁλοκληροῦται βάσει τοῦ ὅλου ὑλικοῦ ἡ τελικὴ σύνταξις τῶν συντακτικῶν σειρῶν τοῦ δευτέρου
τεύχους ἐκτάσεως πεντήκοντα περίπου τυπογραφικῶν ὀκτασελίδων, ἡ δὲ συγκέντρωσις διαλεκτικοῦ ὑλικοῦ
συνεχίζεται.
Ἐν Ἀθήναις τῇ 28ῃ Δεκεμβρίου 1984
Ο ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α. ΚΡΕΚΟΥΚΙΑΣ
ΜΕΤΑΒΟΛΑΙ ΕΙΣ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΝ
Ἀπὸ τοῦ 1980 ἔγιναν αἱ ἑξῆς μεταβολαὶ εἰς τὸ προσωπικὸν τοῦ Κέντρου Συντάξεως τοῦ Ἱστορικοῦ Λεξικοῦ:
1980 18 Νοεμβρίου ἀπεχώρησεν ὁ διευθυντὴς τοῦ Κέντρου Δικαῖος Β. Βαγιακάκος ὡς συμπληρώσας
35ετίαν.
1980 1 Δεκεμβρίου ἀνετέθη ἡ προσωρινὴ διεύθυνσις τοῦ Κέντρου εἰς τὸν διευθυντὴν τοῦ Κέντρου Ἐρεύ-
νης τῆς Ἱστορίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Δικαίου Μενέλαον Τουρτόγλου.
1981 16 Ἰουνίου ἀνετέθη ἡ προσωρινὴ διεύθυνσις τοῦ Κέντρου εἰς τὸν συντάκτην Δημήτριον Α. Κρεκούκιαν.
1981 1 Ὀκτωβρίου ἀπεσπάσθη ἐκ τῆς Μέσης Ἐκπαιδεύσεως εἰς τὸ Κέντρον ὁ συντάκτης Κωνσταντῖνος
Καραποτόσογλου.
1981 16 Ὀκτωβρίου διωρίσθη ὁ συντάκτης Ἀθανάσιος Νάκας.
1982 19 Ἰανουαρίου ἀπεσπάσθη ὁ συντάκτης Γεώργιος Ντελόπουλος εἰς τὸ Κέντρον Ἐρεύνης τῆς
Ἱστορίας τοῦ Νεωτέρου Ἑλληνισμοῦ.
1982 24 Φεβρουαρίου ἐτοποθετήθη διὰ μετατάξεως εἰς τὸ Γραφεῖον Ἐπιστημονικῶν Ὅρων καὶ Νεολογισμῶν
ὁ συντάκτης Τίτος Γιοχάλας.
1982 Μαρτίου 5 ἐπαναπροσελήφθη ἐπὶ ἀναθέσει ἔργου (ἀποδελτίωσις χειρογράφων) ἡ Ἀλίκη Μπελιᾶ.
1982 Μαρτίου 5 προσελήφθη ἐπὶ ἀναθέσει ἔργου (ἀποδελτίωσις χειρογράφων) ὁ Ἄγγελος Ἀφρουδάκης,
ὁ ὁποῖος εἰργάσθη μέχρι τῆς 18ης Δεκεμβρίου 1984.
1982 Μαρτίου 5 προσελήφθη ἐπὶ ἀναθέσει ἔργου (ἀποδελτίωσις χειρογράφων) ὁ Ἀθανάσιος Κοτσίρας.
1982 26 Μαρτίου διωρίσθη διευθυντὴς τοῦ Κέντρου ὁ συντάκτης Δημήτριος Α. Κρεκούκιας.
1982 1 Σεπτεμβρίου ἀπεχώρησεν ὁ συντάκτης Κωνσταντῖνος Καραποτόσογλου ληξάσης τῆς ἀποσπά-
σεώς του.
1982 1 Ὀκτωβρίου μετέβη εἰς τὸ ἐξωτερικὸν ἡ συντάκτις Ἐλευθερία Γιακουμάκη εἰς διετῆ ἐκπαιδευτικὴν
ἄδειαν.
1982 1 Ὀκτωβρίου μετέβη εἰς τὸ ἐξωτερικὸν ὁ συντάκτης Σταῦρος Κατσουλέας εἰς διετῆ ἐκπαιδευτικὴν
ἄδειαν.
1983 1 Φεβρουαρίου παρῃτήθη ὁ συντάκτης Χριστόφορος Χαραλαμπάκης.
1984 24 Φεβρουαρίου παρῃτήθη ἡ συντάκτις Μαρία Φλωριᾶ-Μήλα.
1984 5 Ἰουλίου ἐπανῆλθεν ἐκ τῆς ἐκπαιδευτικῆς ἀδείας ἡ συντάκτις Ἐλευθερία Γιακουμάκη.
1984 5 Ἰουλίου ἐπανῆλθεν ἐκ τῆς ἐκπαιδευτικῆς ἀδείας ὁ συντάκτης Σταῦρος Κατσουλέας.
1984 19 Δεκεμβρίου διωρίσθη συντάκτης τοῦ Ἀρχείου Τοπωνυμίων καὶ Κυρίων Ὀνομάτων τοῦ
Κέντρου ὁ Ἄγγελος Ἀφρουδάκης.
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΑΙ ΣΕΙΡΑΙ
Τοῦ πρώτου τεύχους τοῦ πέμπτου τόμου τοῦ Λεξικοῦ αἱ συντακτικαὶ σειραὶ συνετάχθησαν, ἀνασυνετά- χθησαν καὶ συνεπληρώθησαν ὑπὸ ἀλληλοδιαδόχων συντακτῶν ὡς ἀκολούθως:
γεροδέματος-γεροντομελίτακας Δ. Οἰκονομίδης-Ἰω. Καλλέρης-Ἰω. Ποῦλος-Δ. Βαγιακάκος-Δ. Α. Κρεκούκιας.
γεροντομοιράζω-γετώνω Δ. Οἰκονομίδης-Ἰω. Καλλέρης-Ἰω. Ποῦλος-Δ. Βαγιακάκος-Ν. Κοντοσόπουλος- Δ. Α. Κρεκούκιας.
γεύω-γέψιμος Δ. Οἰκονομίδης-Ἰω. Καλλέρης-Δ. Βαγιακάκος-Δ. Α. Κρεκούκιας.
γεωγραφία-γεώτρηση Δ. Οἰκονομίδης-Ἰω. Καλλέρης-Δ. Βαγιακάκος-Μ. Φλωριᾶ-Μήλα-Δ. Α. Κρεκούκιας.
γῆ-γήμαστρο Δ. Οἰκονομίδης-Ἰω. Καλλέρης-Στ. Μάνεσης-Δ. Βαγιακάκος-Ν. Κοντοσόπουλος- Δ. Α. Κρεκούκιας.
γημόρι-γηράσκω Δ. Οἰκονομίδης-Ἰω. Καλλέρης-Στ. Μάνεσης-Δ. Βαγιακάκος-Χρ. Μπασέα-Μπεζαντάκου -Δ. Α. Κρεκούκιας.
γησόμηλο-γηφαγωμένος Δ. Οἰκονομίδης-Ἰω. Καλλέρης-Στ. Μάνεσης-Δ. Βαγιακάκος-Δ. Α. Κρεκούκιας.
γιὰ-γιαλακώνω Δ. Οἰκονομίδης-Ἰω. Καλλέρης-Στ. Μάνεσης-Δ. Βαγιακάκος-Ἀν. Κατσίκη- Γκιβάλου-Δ. Α. Κρεκούκιας.
γιαλαμαδιάρης-γιαλώτης Δ. Οἰκονομίδης-Ἰω. Καλλέρης-Στ. Μάνεσης-Δ. Βαγιακάκος-Δ. Α. Κρεκούκιας.
γιὰμ-γιαμπουκλὶ Δ. Οἰκονομίδης-Ἰω. Καλλέρης-Στ. Μάνεσης-Δ. Βαγιακάκος-Ν. Κοντοσόπουλος- Δ. Α. Κρεκούκιας.
γιαναστίζω-γιαντοὺς Δ. Οἰκονομίδης-Ἰω. Καλλέρης-Στ. Μάνεσης-Δ. Βαγιακάκος-Ν. Κοντοσόπουλος- Δ. Α. Κρεκούκιας.
γιάξη-γιαρλομάτης Δ. Οἰκονομίδης-Ἰω. Καλλέρης-Στ. Μάνεσης-Δ. Βαγιακάκος-Χρ. Μπασέα-Μπεζαντάκου -Δ. Α. Κρεκούκιας.
γιαρμᾶς-γιαστίκι Δ. Οἰκονομίδης-Ἰω. Καλλέρης-Στ. Μάνεσης-Δ. Βαγιακάκος-Ἀντ. Μπουσμπούκης- Δ. Α. Κρεκούκιας.
γιαταγάνα-γιατήρης Δ. Οἰκονομίδης-Ἰω. Καλλέρης-Στ. Μάνεσης-Δ. Βαγιακάκος-Χρ. Μπασέα-Μπεζαντάκου -Δ. Α. Κρεκούκιας.
γιατὶ-γίνομαι Δ. Οἰκονομίδης-Ἰω. Καλλέρης-Στ. Μάνεσης-Ν. Κοντοσόπουλος-Δ. Α. Κρεκούκιας.
γίνωμα-γιουκοσέντονο Δ. Οἰκονομίδης-Ἰω. Καλλέρης-Στ. Μάνεσης-Ἀν. Κατσίκη-Γκιβάλου-Δ. Α. Κρεκούκιας.
γιουκουντίζω-γκαβακόνακο Δ. Οἰκονομίδης-Δ. Γεωργακᾶς-Στ. Μάνεσης-Ἐλ. Γιακουμάκη- Ἀν. Κατσίκη-Γκιβάλου-Δ. Α. Κρεκούκιας.
γκαβάλογο-γκαζωτήρι Δ. Οἰκονομίδης-Δ. Γεωργακᾶς-Ἰω. Καλλέρης-Στ. Μάνεσης-Ἐλ. Γιακουμάκη- Χρ. Μπασέα-Μπεζαντάκου-Δ. Α. Κρεκούκιας.
γκαϊλὲς-γκεβεζελεύω Δ. Οἰκονομίδης-Δ. Γεωργακᾶς-Ἰω. Καλλέρης-Στ. Μάνεσης-Στ. Κατσουλέας- Χρ. Μπασέα-Μπεζαντάκου-Δ. Α. Κρεκούκιας.
γκεβεζελίκι-γκιουβετσιὰ Δ. Οἰκονομίδης-Δ. Γεωργακᾶς-Ἰω. Καλλέρης-Στ. Μάνεσης-Μ. Φλωριᾶ-Μήλα- Ἀν. Κατσίκη-Γκιβάλου-Δ. Α. Κρεκούκιας.
γκιουβετσόπουλο-γκόλφι Δ. Οἰκονομίδης-Δ. Γεωργακᾶς-Ἰω. Καλλέρης-Στ. Μάνεσης-Ἀντ. Μπουσμπούκης-Ἐλ. Γιακουμάκη-Στ. Κατσουλέας-Δ. Α. Κρεκούκιας.
γκολφοβόλι-γκρεμιδιάζω Δ. Οἰκονομίδης-Δ. Γεωργακᾶς-Ἰω. Καλλέρης-Στ. Μάνεσης-Χρ. Χαραλαμπάκης- Ἐλ. Γιακουμάκη-Δ. Α. Κρεκούκιας.
γκρεμίζω-γκρότα Δ. Οἰκονομίδης-Δ. Γεωργακᾶς-Ἰω. Καλλέρης-Στ. Μάνεσης-Χρ. Μπασέα-Μπεζαντάκου- Δ. Α. Κρεκούκιας.
γλαγλάκια-γλαστρωτὸς Δ. Οἰκονομίδης-Β. Φάβης-Α. Α. Παπαδόπουλος-Ἰω. Ποῦλος-Ἰω. Καλλέρης- Ἀθ. Κωστάκης-Μ. Φλωριᾶ-Μήλα-Ἀν. Κατσίκη-Γκιβάλου-Δ. Α. Κρεκούκιας.
γλατσέρα-γλουφωτὸς Δ. Οἰκονομίδης-Β. Φάβης-Α. Α. Παπαδόπουλος-Ἰω. Ποῦλος-Ἰω. Καλλέρης- Ἀθ. Κωστάκης-Μ. Φλωριᾶ-Μήλα-Ἀν. Κατσίκη-Γκιβάλου-Δ. Α. Κρεκούκιας.
γλύκα-γλυκοκοιμισιάρης Δ. Οἰκονομίδης-Β. Φάβης-Α. Α. Παπαδόπουλος-Ἰω. Ποῦλος-Ἰω. Καλλέρης- Ἀθ. Κωστάκης-Στ. Κατσουλέας-Δ. Α. Κρεκούκιας.
γλυκοκοιμίζω-γλυκὸς Δ. Οἰκονομίδης-Β. Φάβης-Α. Α. Παπαδόπουλος-Ἰω. Ποῦλος-Ἰω. Καλλέρης- Ἀθ. Κωστάκης-Δ. Α. Κρεκούκιας.
γλυκοσαλάτα-γλυμμίδι Δ. Οἰκονομίδης-Β. Φάβης-Α. Α. Παπαδόπουλος-Ἰω. Ποῦλος-Ἰω. Καλλέρης- Ἀθ. Κωστάκης-Ἀθ. Νάκας-Δ. Α. Κρεκούκιας.
γλύση-γλωθάκα Δ. Οἰκονομίδης-Β. Φάβης-Α. Α. Παπαδόπουλος-Ἰω. Ποῦλος-Ἰω. Καλλέρης- Ἀθ. Κωστάκης-Στ. Κατσουλέας-Δ. Α. Κρεκούκιας.
γλῶσσα-γλωσσωτὸς Δ. Οἰκονομίδης-Β. Φάβης-Α. Α. Παπαδόπουλος-Ἰω. Ποῦλος-Ἰω. Καλλέρης- Ἀν. Κατσίκη-Γκιβάλου-Δ. Α. Κρεκούκιας.
ΤΟΜΟΣ ΕΚΤΟΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Tὸ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς ἀποτελεῖ τὸ μεγαλύτερο καὶ τολμηρότερο λε-
ξικογραφικὸ ἐγχείρημα ποὺ ἐπιχειρήθηκε ποτὲ στὴν Ἑλλάδα. Οἱ πέντε τόμοι ποὺ ἔχουν ἐκδοθεῖ
ὣς τώρα (α-δαχτυλωτός) σὲ διάστημα 56 ἐτῶν (1933-1989) ἐπιβεβαιώνουν τὶς δυσκολίες ἑνὸς
τιτάνιου ἔργου τὸ ὁποῖο ξεκίνησε μὲ μηδαμινὴ ὑποδομὴ σὲ ἀνθρώπινο δυναμικό, ὑλικοτεχνικὴ ὑπο-
δομὴ καὶ λεξικογραφητέα ὕλη. Ἡ μεγάλη πρόοδος τῆς λεξικογραφίας κατὰ τὶς τελευταῖες ἰδίως
δεκαετίες ὁδήγησε στὴν ἀναγκαιότητα νὰ τεθεῖ σὲ νέα βάση ἡ στοχοθεσία τοῦ λεξικοῦ, γεγονὸς τὸ
ὁποῖο ἀποτυπώνεται στὸν παρόντα τόμο, συνταγμένο μὲ βάση τὸν νέo Κανονισμὸ Συντάξεως τοῦ
ΙΛΝΕ, ὁ ὁποῖος κυκλοφόρησε τὸ 2012 ὡς παράρτημα, ἀριθμ. 6, τοῦ Λεξικογραφικοῦ Δελτίου.
Ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν κατὰ τὰ 27 ἔτη ποὺ παρῆλθαν ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ τελευταίου τόμου
τοῦ Ἱστορικοῦ Λεξικοῦ προχώρησε στὴν ἐνίσχυση τῶν ἐντελῶς ἀπαραίτητων ἔργων ὑποδομῆς μὲ
ἔμφαση στὸν ἐμπλουτισμὸ τοῦ Ἀρχείου μὲ νέο διαλεκτικὸ ὑλικὸ καὶ ἰδίως στὴν ψηφιοποίησή του,
οὕτως ὥστε νὰ διασωθεῖ ἀπὸ τὴ φθορὰ τοῦ χρόνου καὶ νὰ εἶναι εὔκολα προσβάσιμο στοὺς ἐρευ-
νητές.
Τὰ ψηφιοποιημένα Ἀρχεῖα τοῦ Κέντρου Ἐρεύνης τῶν Νεοελληνικῶν Διαλέκτων καὶ Ἰδιωμάτων
ἀποτελοῦν πραγματικὸ ἐθνικὸ θησαυρό. Ἡ προσφορὰ τῆς Ἀκαδημίας καὶ στὸν τομέα αὐτὸ εἶναι
ἀνεκτίμητη. Οἱ βάσεις σάρωσης, κυρίως τῶν χειρογράφων καὶ τῶν δελτίων, ἡ ἐπικείμενη κατάρ-
τιση τοῦ λημματολογίου τοῦ διαλεκτικοῦ ὑλικοῦ τοῦ Κέντρου, ὅπως καὶ ἡ ψηφιοποίηση τῶν ἐκδο-
θέντων τόμων τοῦ Λεξικοῦ, καθιστοῦν εὐχερέστερη τὴν πρόσβαση στὰ δεδομένα καὶ διευκολύνουν
τὰ μέγιστα τὴν σύνταξη τῶν νέων λημμάτων. Στὰ σημαίνοντα ψηφιακὰ ἔργα συγκαταλέγεται τὸ
Ἠλεκτρονικὸ Λεξικὸ ἀνέκδοτων μικροτοπωνυμίων τῶν χειρογράφων τοῦ ΙΛΝΕ, τὸ ὁποῖο ὑπολο-
γίζεται νὰ ἀνέλθει σὲ 210.000 καταχωρήσεις.
Τὸ Χρηστικὸ Λεξικὸ τῆς Νεοελληνικῆς Γλώσσας, τὸ ὁποῖο κυκλοφόρησε τὸ 2014, ἐντάσσεται
στὸν γενικότερο σχεδιασμὸ τὴς Ἀκαδημίας νὰ ἐπεκτείνει τὶς ἔρευνές της καὶ στὸ καθαρὰ συγχρο-
νικὸ ἐπίπεδο. Καλύπτεται ἔτσι λεξικογραφικὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς «κοινῶς ὁμιλουμένης»
γλώσσας.
Ὁ ἀνὰ χείρας τόμος παρουσιάζει πληρέστερη φωνητικὴ καὶ γενικότερα γλωσσολογικὴ τεκ-
μηρίωση καὶ συστηματικότερη ἱστορικὴ διερεύνηση τῶν λημμάτων, τὰ ὁποῖα ἀποσαφηνίζονται μὲ
παραδείγματα ἀντλημένα ἀπὸ περισσότερες λογοτεχνικὲς πηγές.
Ἐκ τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν
ΤΟΜΟΣ ΕΒΔΟΜΟΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ τ. ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ
Ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν βρίσκεται στὴν εὐχάριστη θέση νὰ παρουσιάσει στὴν ἑλληνικὴ καὶ διεθνῆ
ἐπιστημονικὴ κοινότητα, ἀλλὰ καὶ στὸν κάθε Ἕλληνα ποὺ τρέφει ἀγάπη γιὰ τὴν γλώσσα του, τὸν
νέο τόμο του Ἱστορικοῦ Λεξικοῦ τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τοῦ μεγαλύτερου λεξικογραφικοῦ ἐγχειρή-
ματος στὴν Ἑλλάδα.
Ὁ νέος τόμος ἔρχεται νὰ ἐπιβεβαιώσει μετὰ ἀπὸ μιὰ μακρὰ περίοδο ἀνακοπῆς τὴν νέα πορεία
του ΙΛΝΕ, ποὺ ἐπανεκκίνησε τὴν ἐκδοτικὴ δράση του τὸ 2016 μὲ τὴν ἔκδοση τοῦ 6ου τόμου, καὶ
θὰ συνεχισθεῖ μὲ τὴν ἔκδοση τοῦ β ́ μέρους τοῦ τρέχοντος τόμου κατὰ τὸ ἑπόμενο ἔτος. Γιὰ τὴν
σύνταξη τοῦ ΙΛΝΕ ἔχει ἀξιοποιηθεῖ τὸ Ἀρχεῖο τοῦ Κέντρου Ἐρεύνης τῶν Νεοελληνικῶν Διαλέκτων
καὶ Ἰδιωμάτων τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, τὸ μεγαλύτερο καὶ παλαιότερο διαλεκτολογικὸ ἀρχεῖο τῆς
χώρας μας, ἀλλὰ καὶ οἱ πλεῖστες ἀπὸ τὶς πρόσφατες γλωσσολογικὲς καὶ λεξικογραφικὲς μελέτες
γύρω ἀπὸ τὴν Νέα Ἑλληνικὴ καὶ τὶς διαλέκτους της.
Ἀποτελεῖ πάγιο στόχο καὶ ὕψιστο καθῆκον τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν νὰ καταγράψει, νὰ δια-
φυλάξει καὶ νὰ διαδώσει τὸν τεράστιο πλοῦτο τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τῶν διαλέκτων της (ποὺ
τόσο κινδυνεύουν ἀπὸ τὴν φθορὰ τοῦ χρόνου), ἀλλὰ καὶ νὰ τεκμηριώσει τὴν ἀδιάσπαστη συνέχεια
τῆς γλώσσας μας ἀνὰ τοὺς αἰῶνες. Κάθε λῆμμα τοῦ ΙΛΝΕ εἶναι μιὰ πλήρης ἱστορία τῆς κάθε
νεοελληνικῆς λέξεως, ἕνα ταξίδι στὸ χῶρο καὶ στὸ χρόνο· εἶναι ἐπίσης μιὰ ἀποτύπωση τοῦ ἑλλη-
νικοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ μὲ τὰ τραγούδια, τὶς παραδόσεις καὶ τὶς παροιμίες του, ἀλλὰ καὶ μιὰ
ἀνθολογία τῆς νεοελληνικῆς ποιήσεως καὶ πεζογραφίας.
Συγχαίρω θερμὰ τοὺς συντάκτες τοῦ Λεξικοῦ, εὐχόμενος νὰ ἔχουν ὑγεία, φώτιση καὶ δύναμη
γιὰ νὰ συνεχίσουν αὐτὸ τὸ μεγάλου πνευματικοῦ μόχθου καὶ ἀνεκτίμητης ἀξίας ἔργο τους, καὶ
μάλιστα παρὰ τὶς ἀντικειμενικὲς δυσκολίες, κατὰ τὸ δελφικὸ παράγγελμα «Πέρας ἐπιτέλει μὴ
ἀποδειλιῶν». Ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν καὶ ἐγὼ προσωπικῶς θὰ εἴμαστε πάντοτε ἀρωγοί τους.
Κλείνοντας θὰ ἤθελα νὰ ἐκφράσω τὶς εὐχαριστίες τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν πρὸς τὸ Ἐθνικὸ
Τυπογραφεῖο, γιὰ τὴν ἄψογη συνεργασία καὶ τὸ ἐξαιρετικὸ ἀποτέλεσμα.
O Πρόεδρος
Α. ΚΟΥΝΑΔΗΣ
31.12.2018
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ὁ νέος, 7ος τόμος τοῦ Ἱστορικοῦ Λεξικοῦ τῆς Νέας Ἑλληνικῆς (ΙΛΝΕ), μὲ τὴν ἔκδοση τοῦ
παρόντος ἡμιτόμου 7Α, συνεχίζει τὴν νέα πορεία του ἔργου ποὺ ξεκίνησε στὸ Κέντρον Ἐρεύνης τῶν
Νεοελληνικῶν Διαλέκτων καὶ Ἰδιωμάτων (ΚΕΝΔΙ-ΙΛΝΕ) τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν μὲ τὴν ἔκδοση
του Νέου Κανονισμοῦ Συντάξεως τὸ 2012 καὶ τοῦ 6ου τόμου τὸ 2016. Ἡ σύνταξη τοῦ τόμου 7
ξεκίνησε τὸ 2018, ἐπὶ τῆς Προεδρίας τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ Α. Κουνάδη, καὶ ὁλοκληρώθηκε στὰ τέλη
τοῦ 2020, παρὰ τὶς τεράστιες ἐξωτερικὲς δυσκολίες ὀφειλόμενες στὴν ἔλευση τῆς πανδημίας.
Ὁ τόμος 7 ἐκδίδεται σὲ δύο ἡμιτόμους, Α και Β, ἀπὸ 2500 περίπου λήμματα ἕκαστος· ὁ ἡμίτομος
Β, ὑπὸ προετοιμασία, θὰ κυκλοφορήσει τὸ ἑπόμενο ἕτος, καὶ μὲ τὴν ἔκδοσή του θὰ ὁλοκληρωθεῖ
ἡ σύνταξη τοῦ γράμματος Δ. Στόχος τοῦ Κέντρου εἶναι ἡ συνεχιζόμενη σταθερὴ ἔκδοση του ΙΛΝΕ
σὲ τακτὰ χρονικὰ διαστήματα.
Τὸ ἱστορικὸ τῆς συντάξεως τῶν λημμάτων τοῦ ἡμιτόμου 7Α ἔχει ὡς ἑξῆς: Ἡ πλήρης πρωτο-
γενὴς ἔρευνα καὶ ἡ σύνταξη τῶν λημμάτων ἔγινε ἀπὸ τοὺς ἐρευνητές: Γ. Τσουκνίδα, Αἰκ. Τζαμάλη,
Σ. Μπέη, Μ. Κωνσταντινίδου, Γ. Κατσούδα, I. Μανωλέσσου καὶ Μ. Βραχιονίδου. Ὁ ἐρευνητὴς
Γ. Τσουκνίδας συνταξιοδοτήθηκε στὶς 31/12/2019, καὶ ἡ σειρὰ του ὁλοκληρώθηκε μὲ τὴν ἀρωγὴ
τῶν ἐρευνητῶν Αἰκ. Τζαμάλη, Σ. Μπέη, Γ. Κατσούδα καὶ Μ. Κωνσταντινίδου. Γιὰ ὅλα τὰ
λήμματα ἡ συνολικὴ συντακτικὴ ἀναθεώρηση ἔγινε ἀπὸ τὴν ἀρχισυντάκτρια I. Μανωλέσσου. Τὴν
τυπογραφικὴ-ἐκδοτικὴ ἐπιμέλεια εἶχαν οἱ Μ. Κωνσταντινίδου, Γ. Κατσούδα καὶ Ι. Μανωλέσσου.
Τὴν ἐπιμέλεια τῆς Βιβλιογραφίας εἶχαν οἱ Αἰκ. Τζαμάλη καὶ Ι. Μανωλέσσου.
Ἀναλυτικὰ ἡ σύνταξη τῶν λημμάτων ἔγινε ἀπὸ τοὺς ἑξῆς ἐρευνητές:
Συντακτικὴ σειρὰ | ἀρ. λημμάτων | Συντάκτης |
διάλεξη-διασελώνω | 409 | Γ. Κατσούδα |
διάση-διιστορῶ | 585 | Ι. Μανωλέσσου |
δικάβαλα-δίνυχος | 404 | Γ. Κατσούδα |
δίνω | 1 | Ι. Μανωλέσσου |
διξινέρι-διπλίτσα | 215 | Αἰκ. Τζαμάλη |
διπλο- - διπλοπενιὰ | 287 | Μ. Κωνσταντινίδου |
διπλοπέρβολο-διπλωτὸς | 72 | Σ. Μπέης |
δίποδα-διπυρώνω | 52 | Γ. Τσουκνίδας |
διραποζών-δισακκώνω | 26 | Μ. Βραχιονίδου |
δίσαλο-δισικάρικα | 19 | Σ. Μπέης |
δισίκλα-διστριγάρω | 89 | Μ. Κωνσταντινίδου |
δίστριφτος-δίυγρος | 29 | M. Bραχιονίδου |
διυλίζω-δίχοβος | 111 | Γ. Κατσούδα |
διχογνωμία-δόγης | 112 | Ι. Μανωλέσσου |
Στὶς προπαρασκευαστικὲς ἐργασίες γιὰ τὴν σύνταξη τοῦ 7ου τόμου (σάρωση πηγῶν, ἀπο-
δελτίωση, κατάταξη δελτίων, πίνακας τοπωνυμίων) συμμετεῖχε καὶ τὸ διοικητικὸ προσωπικὸ τοῦ
ΚΕΝΔΙ-ΙΛΝΕ: οἱ φιλόλογοι Δ. Γκαραλιάκος, Α. Παπαδοπούλου καὶ Ρ. Βασιλειάδου. Πολύτιμες
ὑποδείξεις γιὰ πολλαπλὰ λήμματα συνεισέφεραν οἱ Χ. Μπασέα-Μπεζαντάκου (τ. Διευθύντρια τοῦ
ΚΕΝΔΙ-ΙΛΝΕ, τ. ἀρχισυντάκτρια) καὶ Κ. Καραποτόσογλου (φιλόλογος-γλωσσολόγος).
Καθοριστικῆς σημασίας γιὰ τὴν ἄρτια τελικὴ εἰκόνα τοῦ τόμου ἦταν ἡ συμβολὴ τοῦ Ἐθνικοῦ
Τυπογραφείου, τὸ ὁποῖο ἀντεπεξῆλθε στὶς δυσκολίες ἑνὸς τόσο ἀπαιτητικοῦ τυπογραφικὰ ἔργου
ἐπιδεικνύοντας ὑψηλότατο ἐπίπεδο τεχνογνωσίας ἀλλὰ καὶ συγκινητικὸ ζῆλο· γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ
εὐχαριστίες ὀφείλονται στὸν Προϊστάμενο τοῦ Τμήματος Β1 Στοιχειοθεσίας Γεώργιο Περγαντίνα
καὶ στὴν Ιωάννα Τσαγκαράκη.
Τὸ ἔργο ὀφείλει τὰ μέγιστα στὴν στήριξη τοῦ τ. Προέδρου τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, ἀκα-
δημαϊκοῦ Α. Κουνάδη, τοῦ νῦν Γενικοῦ Γραμματέως τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, ἀκαδημαϊκοῦ
Χ. Ζερεφοῦ, τοῦ Ἐπόπτη τοῦ ΚΕΝΔΙ-ΙΛΝΕ, ἀκαδημαϊκοῦ Α. Ρεγκάκου, καὶ τῶν λοιπῶν μελῶν
τῆς Ἐφορευτικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Κέντρου, ἀκαδημαϊκῶν Σ. Ἤμελλου, Θ. Βαλτινοῦ, Μ. Τιβέριου,
Θ. Παπαγγελῆ, Μ. Χατζόπουλου καὶ Α. Νεχαμᾶ.
Ἀθήνα, 30 Noεμβρίου 2020
Ἡ Διευθύνουσα τὸ ΚΕΝΔΙ-ΙΛΝΕ
καὶ Ἀρχισυντάκτρια
ΙΩΑΝΝΑ ΜΑΝΩΛΕΣΣΟΥ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Α.1. Στόχοι καὶ ἀντικείμενο τοῦ ΙΛΝΕ
Τὸ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ)
εἶναι ἕνα ἑρμηνευτικὸ ἱστορικὸ λεξικό, περιγραφικὸ καὶ ὄχι ρυθμιστικό, τῆς ὁμιλουμένης νέας ἑλληνικῆς
γλώσσας σὲ ὅλες τὶς ποικιλίες της. Καλύπτει τὸ χρονικὸ διάστημα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ 19ου αἰ. καὶ ἑξῆς,
συμπίπτοντας ἁδρομερῶς μὲ τὴν ἵδρυση τοῦ ἀνεξαρτήτου ἑλληνικοῦ κράτους καὶ τὴν ἔναρξη τῆς ἐπι-
στημονικῆς γλωσσολογικῆς ἔρευνας στὴν Ἑλλάδα. Ἡ θεώρησή του εἶναι ἱστορική, δηλαδὴ ἐπιδιώκεται ἡ
σύνδεση γλωσσικῶν τύπων καὶ σημασιῶν μὲ τὴν διαχρονικὴ ἐξέλιξη τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ ἡ τεκ-
μηρίωση τῆς ἀδιάσπαστης συνέχειας αὐτῆς. Τὸ χρονικὸ καὶ γεωγραφικὸ εὖρος ποὺ καλύπτει τὸ ΙΛΝΕ
καὶ ἡ ἱστορική του τοποθέτηση τοῦ προσδίδουν τὸν χαρακτήρα τοῦ ἐθνικοῦ λεξικοῦ τῆς Νέας Ἑλληνικῆς.
Εἰδικότερα, οἱ στόχοι τοῦ ΙΛΝΕ εἶναι οἱ ἑξῆς:
Α) Ἡ περιγραφὴ τῆς ὁμιλουμένης ἐξελισσομένης ἑλληνικῆς γλώσσας ἀπὸ τὸ 1800 καὶ ἑξῆς. Κατα-
γράφονται ἡ μορφὴ (προφορά, μορφολογικῶς ἰδιάζοντες τύποι), ἡ σημασία, οἱ συντάξεις καὶ οἱ χρήσεις
τῶν λέξεων/τύπων καὶ δηλώνεται ἡ γλωσσογεωγραφική τους κατανομή, μὲ παράλληλη ἑρμηνεία καὶ
τεκμηρίωση τῆς δομῆς καὶ ἐξελίξεώς τους καὶ παράθεση ἀντιπροσωπευτικῶν χωρίων ἀπὸ τὴν νεότερη καὶ
παλαιότερη γραμματεία. Ἐπιπλέον, δίδονται κατὰ περίπτωσιν βασικὲς πληροφορίες ὀνοματολογικοῦ καὶ
λαογραφικοῦ περιεχομένου, καθὼς καὶ συνώνυμα καὶ ἀντίθετα (ἀντώνυμα). Πρόκειται κατὰ βάσιν γιὰ
ἕνα γλωσσικὸ καὶ ὄχι ἐγκυκλοπαιδικὸ λεξικό.
Β) Ἡ λεπτομερὴς καταγραφὴ τοῦ λεξιλογικοῦ πλούτου τῆς νεότερης ὁμιλουμένης ἑλληνικῆς γλώσσας
σὲ ὅλες τὶς μορφές της. Συγκεκριμένα, ἐπιδιώκεται ἡ χαρτογράφηση τοῦ λεξιλογίου τόσο τῆς Κοινῆς Νέας
Ἑλληνικῆς καὶ τῶν προδρόμων μορφῶν της ἀπὸ τὸ 1800 καὶ ἑξῆς ὅσο καὶ τῶν διαλεκτικῶν ποικιλιῶν
της. Δίδεται ἔμφαση: α) στὴν συγκριτικὴ ἐξέταση τοῦ λεξιλογικοῦ ὑλικοῦ, ἡ ὁποία συμβάλλει καταλυτικὰ
στὴν διαχρονικὴ καὶ συγχρονικὴ ἔρευνά του, β) στὴν ἐμπεριστατωμένη καὶ ἔγκυρη τεκμηρίωση, βασισμένη
στὸ μοναδικὸ σὲ πλοῦτο καὶ χρονικὸ εὖρος Ἀρχεῖο τοῦ Κέντρου Ἐρεύνης τῶν Νεοελληνικῶν Διαλέκτων
καὶ Ἰδιωμάτων (ΚΕΝΔΙ) τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, γ) στὴν διάσωση καὶ ἀποθησαύριση λεξιλογίου ποὺ
ὑποχωρεῖ τόσο λόγῳ τῆς φθίνουσας πορείας τῶν διαλεκτικῶν ποικιλιῶν, ὅσο καὶ λόγῳ τῆς μεταβολῆς
τῶν ἱστορικοπολιτισμικῶν καὶ γενικότερα ἐξωγλωσσικῶν συνθηκῶν.
Γ) Ἡ ἔρευνα καὶ τεκμηρίωση τῆς διαχρονικῆς ἐξελίξεως τῆς νεότερης Ἑλληνικῆς ὄχι μόνο στὸ λεξιλο-
γικὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ καὶ στὰ ἄλλα ἐπίπεδα τῆς γλώσσας, μέσῳ τοῦ ἐντοπισμοῦ τῆς πρώτης ἐμφανίσεως
καὶ τῆς κατανομῆς βασικῶν φωνολογικῶν καὶ μορφολογικῶν μεταβολῶν ὅπως αὐτὲς διαπιστώνονται στὸ
λεξιλόγιο. Δημιουργοῦνται οἱ προϋποθέσεις καὶ παρέχεται τὸ ὑλικὸ γιὰ τὴν χάραξη ἰσογλώσσων.
Δ) Ἡ δημιουργία ἐργαλείων ὑποδομῆς γιὰ τὴν διαλεκτολογικὴ καὶ ἐν γένει γλωσσολογικὴ ἔρευνα στὴν
Ἑλλάδα. Παρέχεται ἔγκυρος καὶ τυποποιημένος τρόπος: α) φωνητικῆς μεταγραφῆς τῶν νεοελληνικῶν
γλωσσικῶν ποικιλιῶν μὲ ἕνα σύστημα βασισμένο στὸ ἑλληνικὸ ἀλφάβητο (σὲ ἀντιστοίχιση μὲ τὸ Διεθνὲς
Φωνητικὸ Ἀλφάβητο), β) ἀναγραφῆς καὶ συντομογραφήσεως τῶν ἑλληνικῶν τοπωνυμίων, ἐντὸς καὶ
ἐκτὸς ἑλληνικοῦ κράτους, γ) παραπομπῆς καὶ συντομογραφήσεως ἀρχαίων, μεσαιωνικῶν καὶ νεοτέρων
συγγραφέων καὶ δ) χρήσεως καὶ συντομογραφήσεως γλωσσολογικῶν ὅρων στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα.
Α.2. Λεξικογραφητέα ὕλη
Μὲ βάση τοὺς στόχους, ὅπως διατυπώθηκαν ἀνωτέρω, ἡ λεξικογραφητέα ὕλη τοῦ ΙΛΝΕ συμπερι-
λαμβάνει τὰ ἑξῆς:
α) Τὸ εὐρύτερα χρησιμοποιούμενο λεξιλόγιο τῆς Κοινῆς Νέας Ἑλληνικῆς.
β) Λέξεις ποὺ ἀνῆκαν στὴν κοινῶς ὁμιλουμένη δημώδη γλώσσα καὶ δὲν χρησιμοποιοῦνται πλέον στὴν
Κοινὴ Νέα Ἑλληνική, καταγεγραμμένες ἀπὸ τὸ 1800 καὶ ἑξῆς.
γ) Λέξεις ἰδιωματικές, ποὺ ἀνήκουν στὸ λεξιλόγιο συγκεκριμένων μόνο διαλεκτικῶν ποικιλιῶν, κατα-
γεγραμμένες ἀπὸ τὸ 1800 καὶ ἑξῆς.
δ) Κύρια ὀνόματα καὶ ἐθνικὰ ὀνόματα μόνον ὅταν χρησιμοποιοῦνται καὶ ὡς προσηγορικὰ ἢ ἀπαντοῦν
σὲ στερεότυπες καὶ ἄλλες ἐκφράσεις.
ε) Ἐξαρτημένα μορφήματα (προθήματα, παραγωγικὰ ἐπιθήματα, α ́ καὶ β ́ συνθετικά).
Α.3. Πηγὲς τοῦ Ἀρχείου τοῦ ΙΛΝΕ
Τὸ Ἀρχεῖο τοῦ ΙΛΝΕ περιλαμβάνει ἀποδελτιωμένες πηγὲς γλωσσικοῦ ὑλικοῦ τῆς Κοινῆς ΝΕ, τῶν
προδρόμων μορφῶν της καὶ τῶν νεοελληνικῶν διαλεκτικῶν ποικιλιῶν. Τὸ γλωσσικὸ αὐτὸ ὑλικὸ εἶναι:
α) χειρόγραφες καταγραφὲς προφορικοῦ λόγου ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 19ου αἰ. καὶ ἑξῆς, β) μελέτες γλωσ-
σολογικοῦ περιεχομένου (λεξικά, γλωσσάρια, περιγραφὲς φαινομένων ἢ διαλεκτικῶν ποικιλιῶν κ.λπ.),
γ) μελέτες λαογραφικοῦ περιεχομένου (ἔντυπες συλλογὲς δημωδῶν ἀσμάτων, παροιμιῶν ἢ παραμυθιῶν,
περιγραφὲς τοπικῶν ἐθίμων κ.λπ.), δ) ἐπιστημονικὲς μελέτες διαφόρων κλάδων (ἱστορικοῦ, γεωγραφι-
κοῦ, φυτολογικοῦ κ.λπ. περιεχομένου), οἱ ὁποῖες εἶναι δυνατὸν νὰ παρέχουν διαλεκτικὸ ἢ ὀνοματολογικὸ
ὑλικό, ε) ἔντυπα, λογοτεχνικὰ καὶ μή, κείμενα (πεζά, ποιητικὰ καὶ θεατρικὰ ἔργα γραμμένα εἴτε στὴν
Κοινὴ ΝΕ εἴτε σὲ ἰδίωμα, ἡμερήσιος καὶ περιοδικὸς τύπος κ.λπ.), στ) τὰ διαθέσιμα ἠλεκτρονικὰ σώματα
κειμένων τῆς Κοινῆς ΝΕ (Ἐθνικὸς Θησαυρὸς τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας-ΕΘΕΓ καὶ Σῶμα Ἑλληνικῶν
Κειμένων-ΣΕΚ), ζ) ὑλικὸ ἀπὸ ἐλεγχόμενη καὶ στοχευμένη ἔρευνα τοῦ διαδικτύου μέσῳ κοινῶν μηχανῶν
ἀναζητήσεως. Ἀναλυτικὴ ἀναγραφὴ τῶν πηγῶν ποὺ χρησιμοποιήθηκαν γιὰ τὴν σύνταξη τοῦ κάθε τόμου
γίνεται στὴν Βιβλιογραφία.
Τὰ παραδείγματα ρέοντος φυσικοῦ λόγου, κοινοῦ ἢ διαλεκτικοῦ, παρατίθενται στὰ λήμματα τοῦ
ΙΛΝΕ χωρὶς παραπομπὴ σὲ πηγὴ (ἀριθμὸ χειρογράφου, σελίδα ἢ λῆμμα γλωσσαρίου ἢ μελέτης κ.ο.κ.),
παρὰ μόνον μὲ τὴν ἔνδειξη γεωγραφικῆς προελεύσεως· εἶναι ὅμως ἐντοπίσιμα μέσῳ τοῦ Ἀρχείου Δελτί-
ων τοῦ Κέντρου. Τὰ παραθέματα ἀπὸ νεοελληνικὲς γραμματειακὲς πηγὲς (πεζογραφία, ποίηση κ.ο.κ.)
δίδονται μὲ ἀναγραφὴ τῶν σχετικῶν στίχων/σελίδων βάσει συγκεκριμένων δόκιμων ἐκδόσεων. Ἡ βιβλι-
ογραφία κάθε τόμου ἐμπεριέχει ὅλες τὶς ἐκδεδομένες λεξιλογικὲς πηγὲς ποὺ ἔχουν ἀποδελτιωθεῖ καὶ τὶς
συγκεκριμένες ἐκδόσεις νεοελλήνων συγγραφέων στὶς ὁποῖες γίνεται παραπομπή. Γιὰ τὰ παραθέματα
ἀπὸ τὴν ἀρχαία, μεταγενέστερη καὶ μεσαιωνικὴ γραμματεία δὲν δηλώνονται συγκεκριμένες ἐκδόσεις,
ἀλλὰ ἐννοεῖται ὅτι ἔχουν χρησιμοποιηθεῖ οἱ προτεινόμενες ἀπὸ τὸ Thesaurus Linguae Graecae ἐκδόσεις
(Canon of Authors and Works), καθὼς καὶ οἱ προτεινόμενες ἀπὸ τὸ Λεξικὸ τῆς Μεσαιωνικῆς Ἑλληνικῆς
Δημώδους Γραμματείας τοῦ Ἐμμ. Κριαρᾶ. Σὲ ἀντίθετη περίπτωση, ἡ συγκεκριμένη ἔκδοση ποὺ ἔχει χρη-
σιμοποιηθεῖ ἀναγράφεται στὴν βιβλιογραφία.
Β. Δομὴ καὶ περιεχόμενο τοῦ συντακτικοῦ ἄρθρου
Τὸ συντακτικὸ ἄρθρο ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ λῆμμα-κεφαλίδα καὶ τρία μέρη: τυπολογικό, ἐτυμολογικὸ
καὶ σημασιολογικό.
Β.1. Τυπολογικὸ
1. Γιὰ τὸ λῆμμα-κεφαλίδα δὲν παρέχεται φωνητικὴ μεταγραφή. Ἐπίσης, τὸ λῆμμα-κεφαλίδα δὲν
ἀκολουθεῖται ἀπὸ χαρακτηρισμὸ συχνότητας ἢ γεωγραφικῆς προελεύσεως· ἐπαναλαμβάνεται ὡς τύπος
στὴν ἱστορικὴ σειρά του κατὰ τὴν παράθεση τύπων στὸ τυπολογικὸ τμῆμα καὶ ἐκεῖ παρατίθενται οἱ
πληροφορίες κατανομῆς του. Ἐὰν ὅμως ὁ τύπος τοῦ λήμματος-κεφαλίδας δὲν μαρτυρεῖται καὶ κατὰ
συνέπεια δὲν ἀναγράφεται στὴν σειρὰ τῶν τύπων, τὸ λῆμμα-κεφαλίδα συνοδεύεται κατὰ περίπτωση ἀπὸ
τὸν χαρακτηρισμὸ ἀμάρτ. ἢ τὸν ἀστερίσκο.
Κανονικὴ μορφὴ τοῦ λήμματος-κεφαλίδας θεωρεῖται γιὰ τὰ οὐσιαστικὰ ἡ ὀνομαστικὴ ἑνικοῦ, γιὰ τὰ
ἐπίθετα καὶ τὶς ἀντωνυμίες ἡ ὀνομαστικὴ ἑνικοῦ τοῦ ἀρσενικοῦ καὶ γιὰ τὰ ρήματα τὸ πρῶτο ἑνικὸ πρό-
σωπο τῆς ὁριστικῆς τοῦ ἐνεργητικοῦ ἐνεστώτα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν περίπτωση οὐσιαστικῶν ποὺ ἔχουν μόνο
πληθυντικὸ ἀριθμὸ ἢ ρημάτων ποὺ εἶναι ἀποθετικὰ ἢ ἀποκλειστικὰ τριτοπρόσωπα, ὁπότε τίθενται στὸν
πληθυντικὸ ἀριθμό, στὸ πρῶτο ἑνικὸ τῆς ὁριστικῆς τοῦ μεσοπαθητικοῦ ἐνεστώτα καὶ στὸ τρίτο ἑνικὸ
ἀντιστοίχως.
2. Γιὰ τὴν διάκριση ὁμωνύμων λημμάτων μὲ διαφορετικὴ ἐτυμολογικὴ ἀρχὴ χρησιμοποιοῦνται λατινικοὶ
ἀριθμοί, οἱ ὁποῖοι τίθενται ἐντὸς παρενθέσεως πρὶν ἀπὸ τὸν γραμματικὸ χαρακτηρισμό, π.χ. δεματάκι (Ι)
(=μικρὸ δέμα) καὶ δεματάκι (ΙΙ) (=μικρὸ δεμάτι), δευτεριάζω (Ι) (=κάνω κάτι για δεύτερη φορά) καὶ
δευτεριάζω (ΙΙ) (=κάνω κάτι τὴν Δευτέρα).
3. Μετὰ ἀπὸ κάθε τύπο καὶ τὴν φωνητική του μεταγραφὴ ἀκολουθοῦν οἱ ἑξῆς συντομογραφίες, οἱ
ὁποῖες δίδουν πληροφορίες κατανομῆς (δηλ. τὴν γλωσσογεωγραφικὴ ἐξάπλωση τοῦ τύπου καὶ τὴν τυχὸν
συχνότητά του στὴν Κοινὴ ΝΕ):
α) Μὲ τὸν ὅρο κοιν. (κοινὸ) χαρακτηρίζεται τύπος ὁ ὁποῖος ἀπαντᾶ ἀπαραιτήτως στὴν Κοινὴ Νέα
Ἑλληνικὴ (ἀνεξαρτήτως τοῦ ἐὰν ἀπαντᾶ καὶ σὲ ἰδιώματα) μὲ μεγάλη συχνότητα.
β) Μὲ τὸν ὅρο σύνηθ. (σύνηθες) χαρακτηρίζεται τύπος ὁ ὁποῖος ἀπαντᾶ ἀπαραιτήτως στὴν Κοινὴ
Νέα Ἑλληνικὴ (ἀνεξαρτήτως τοῦ ἐὰν ἀπαντᾶ καὶ σὲ ἰδιώματα) ἀλλὰ μὲ συχνότητα μικρότερη τοῦ κοινοῦ.
γ) Μὲ τὸν ὅρο πολλαχ. (πολλαχοῦ) χαρακτηρίζεται τύπος ὁ ὁποῖος ἀπαντᾶ σὲ πολλὰ ἰδιώματα/
περιοχές, ἐφόσον ἡ ἀναλυτικὴ ἀναγραφὴ τῶν τόπων (βλ. παρακάτω) ἀντιβαίνει στὴν λεξικογραφικὴ
οἰκονομία. Ὁ ὅρος μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ καὶ ἐξειδικευμένα γιὰ τύπο μὲ μεγάλη διάδοση στὰ βόρεια
ἰδιώματα, π.χ. πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
δ) Μὲ τὸν ὅρο ἐνιαχ. (ἐνιαχοῦ) χαρακτηρίζεται τύπος μὲ περιορισμένη γεωγραφικὴ ἐξάπλωση σύμφω-
να μὲ τὶς μαρτυρίες τοῦ Ἀρχείου, ἡ ὁποία ὅμως ἐκτιμᾶται ὅτι μπορεῖ νὰ εἶναι μεγαλύτερη.
Ὅταν ὁ τύπος δὲν ὑπάρχει στὴν Κοινὴ ΝΕ, μετὰ ἀπὸ αὐτὸν ἀναγράφονται ἀλφαβητικῶς ὅλοι οἱ
τόποι στοὺς ὁποίους μαρτυρεῖται· ὅταν ὁ τύπος εἰκάζεται ὅτι ἀπαντᾶ καὶ σὲ ἄλλους τόπους ποὺ δὲν
ἀναφέρονται στὸ Ἀρχεῖο, ἀναγράφεται μετὰ τὰ τοπωνύμια ἡ συντομογραφία κ.ἀ. (καὶ ἀλλαχοῦ). Ἀκο-
λουθοῦν οἱ συγγραφεῖς κατὰ χρονολογικὴ σειρὰ πρώτης ἐκδόσεως καὶ οἱ ἀναφορὲς σὲ περιοδικὰ καὶ
ἐφημερίδες, καὶ τέλος, ἀναγράφονται κατὰ χρονολογικὴ σειρὰ ἐκδόσεως οἱ ἀπὸ τοῦ 1800 καὶ ἑξῆς λεξι-
κογράφοι. Οἱ λεξικογράφοι ἀναγράφονται στὸ τυπολογικό, μόνον ὅταν ἡ λέξη ἢ ὁ τύπος εἶναι σύγχρονοι
(δηλ. ἀπαντοῦν μόνον μετὰ τὸ 1800), ὥστε νὰ διευκολυνθεῖ ἡ χρονολόγηση πρώτης ἐμφανίσεώς τους.
Σὲ περίπτωση ποὺ ἡ λέξη ἢ ὁ τύπος ἀπαντᾶ πρὸ τοῦ 1800 σὲ λεξικά, ἡ πληροφορία αὐτὴ δίδεται στὸ
ἐτυμολογικὸ τμῆμα· προκειμένου περὶ ἤδη ἀρχαίων ἢ μεταγενεστέρων λέξεων δὲν δίδονται λεξικογραφικὲς
πληροφορίες. Προκειμένου περὶ συγχρόνων λέξεων ἢ τύπων, δὲν ἀναγράφονται ἀναλυτικὰ ὅλοι οἱ λεξι-
κογράφοι ποὺ τὴν περιλαμβάνουν, ἀλλὰ μόνον οἱ πρῶτοι, καὶ κατὰ περίπτωσιν οἱ σημαντικότεροι ἢ οἱ
τελευταῖοι (ἂν ἡ λ. ἔχει ἐκλείψει).
4. Ἀμάρτυρος χαρακτηρίζεται ὁ τύπος ὁ ὁποῖος δὲν μαρτυρεῖται στὸ Ἀρχεῖο, ὑπάρχουν ὅμως σαφεῖς
ἐνδείξεις ὅτι ὑφίσταται. Μὲ ἀστερίσκο (*) σημειώνονται τύποι οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀμάρτυροι στὸ Ἀρχεῖο καὶ
ὑπάρχει ἡ πεποίθηση ὅτι δὲν πρόκειται νὰ εὑρεθοῦν στὴν προφορικὴ γλώσσα, καθὼς δὲν συνυπάρχουν
χρονικὰ μὲ τοὺς μαρτυρούμενους τύπους. Οἱ τύποι μὲ ἀστερίσκο προκύπτουν μόνο μέσῳ τῆς διαδικασίας
τῆς ἐσωτερικῆς ἐπανασυνθέσεως.
Β.2. Ἐτυμολογικὸ
1. Στὸ δεύτερο μέρος τοῦ συντακτικοῦ ἄρθρου, τὸ ἐτυμολογικό, δηλώνεται ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξεως,
δηλαδή:
Α) Προκειμένου περὶ λέξεων ἑλληνικῆς προελεύσεως:
i) Γιὰ λέξεις μαρτυρούμενες πρὸ τοῦ 1800 δηλώνεται:
- Ἡ πρώτη γραπτὴ μαρτυρία τοῦ λήμματος, ἐντασσόμενη σὲ εὐρύτερες χρονικὲς περιόδους (ἀρχαία,
μεταγενέστερη, μεσαιωνική, νεότερη, σύγχρονη), μὲ ἀναγωγὴ στὸν παλαιότερο τύπο τῆς λέξεως,
ἐὰν αὐτὸς εἶναι διάφορος τοῦ λήμματος, καὶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἂν αὐτὸς ὑπάρχει ἢ ὄχι στὸ τυ-
πολογικὸ τμῆμα.
- Ὁ γραμματικὸς χαρακτηρισμὸς τοῦ ἐτύμου, ἐκτὸς ἂν πρόκειται γιὰ ρῆμα.
- Οἱ φωνητικὲς καὶ μορφολογικὲς μεταβολὲς ποὺ ὁδήγησαν στὸν τύπο τοῦ λήμματος καὶ στοὺς διά-
φορους μαρτυρούμενους τύπους. Δὲν ἑρμηνεύονται οἱ μείζονες κανονικὲς μεταβολὲς τῆς νεότερης
ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τῶν διαλέκτων της.
- Ὅπου εἶναι ἀπαραίτητο, συνοπτικὴ ἱστορικὴ θεώρηση τῆς σημασιολογικῆς ἐξελίξεως τῆς λέξεως.
ii) Γιὰ λέξεις μὴ μαρτυρούμενες πρὸ τοῦ 1800 δηλώνεται:
- Ἡ συγχρονικὴ μορφολογικὴ ἀνάλυση τῆς λέξεως.
- Οἱ φωνητικὲς καὶ μορφολογικὲς μεταβολὲς ποὺ ὁδήγησαν στὸν τύπο τοῦ λήμματος καὶ στοὺς
διαφόρους μαρτυρούμενους τύπους. Δὲν ἑρμηνεύονται οἱ μεταβολὲς ποὺ διέπουν μὲ κανονικότητα
τὴν ἱστορία τῆς νεότερης ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τῶν διαλέκτων της, παρὰ μόνον ὅπου κρίνεται
σκόπιμο.
Β) Προκειμένου περὶ λέξεων μὴ ἑλληνικῆς προελεύσεως, δηλώνεται:
- Ἡ ξένη λέξη-πρόγονος καὶ ἡ γλώσσα ἀπὸ ὅπου προέρχεται.
- Ἡ σημασία τῆς λέξεως-προγόνου.
- Ἡ περίοδος κατὰ τὴν ὁποία ἡ λέξη εἰσέρχεται στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, μὲ ἀναφορά, ὅπου εἶναι
ἐφικτό, τῆς παλαιότερης γραπτῆς μαρτυρίας.
- Οἱ φωνητικὲς καὶ μορφολογικὲς μεταβολὲς ποὺ ὁδήγησαν στὸν τύπο τοῦ λήμματος καὶ τοὺς διά-
φορους μαρτυρούμενους τύπους.
2. Ἡ διαίρεση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας σὲ εὐρύτερες περιόδους ποὺ ἐφαρμόζεται στὸ ΙΛΝΕ γίνεται μὲ
κριτήρια κυρίως γλωσσικὰ καὶ λιγότερο ἱστορικο-πολιτικά. Συγκεκριμένα, οἱ λέξεις χαρακτηρίζονται ὡς:
α) ἀρχαῖες, ἐὰν μαρτυροῦνται ἀπὸ τὸν 15ο ὣς καὶ τὸν 4ο αἰ. π.Χ. (1500 - 300 π.Χ.), δηλαδὴ ἀπὸ
τὴν ἐμφάνιση τῶν πρώτων γραπτῶν μαρτυριῶν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἕως τὴν ἀρχὴ τῶν σημαντικῶν
φωνητικῶν μεταβολῶν ποὺ ἀλλάζουν ριζικὰ τὴν μορφὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας (στὸ πλαίσιο τῆς ἐξα-
πλώσεώς της στὸν διευρυμένο ἑλληνιστικὸ κόσμο).
β) μεταγενέστερες, ἐὰν μαρτυροῦνται ἀπὸ τὸν 3ο αἰ. π.Χ. ὣς καὶ τὸν 4ο αἰ. μ.Χ. (300 π.Χ.-400
μ.Χ.), δηλαδὴ ἕως τὴν ὁλοκλήρωση τῶν σημαντικῶν φωνητικῶν μεταβολῶν ποὺ ἀλλάζουν ριζικὰ τὴν
μορφὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.
γ) μεσαιωνικές, ἐὰν μαρτυροῦνται ἀπὸ τὸν 5ο ὣς καὶ τὸν 15ο αἰ. μ.Χ. (400 - 1500 μ.Χ.), δηλαδὴ
μέχρι τὴν ἑδραίωση τῆς Τουρκοκρατίας (μείωση τῆς ἐπιρροῆς τῆς λόγιας γλώσσας λόγῳ καταλύσεως τοῦ
ἐπίσημου κράτους, μείωση τοῦ ἀριθμοῦ σωζομένων γραπτῶν πηγῶν, εἰσροὴ τουρκικῶν δανείων) καὶ τὴν
ἐμφάνιση τῶν πρώτων δειγμάτων πεζῆς δημώδους ἀλλὰ καὶ διαλεκτικῆς λογοτεχνίας.
δ) νεότερες, ἐὰν μαρτυροῦνται ἀπὸ τὸν 16ο ὣς καὶ τὸν 18ο αἰ. μ.Χ. (1500 - 1800 μ.Χ.), δηλαδὴ
μέχρι τὴν χρονικὴ ἀφετηρία τῆς λεξικογραφητέας ὕλης τοῦ ΙΛΝΕ (διαθεσιμότητα προφορικοῦ διαλεκτικοῦ
ὑλικοῦ)· κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ ἐμφανίζονται καὶ οἱ πρῶτοι γραμματικοὶ καὶ λεξικογράφοι τῆς νεότερης
Ἑλληνικῆς, καὶ ἀναφύεται τὸ γλωσσικὸ ζήτημα.
ε) σύγχρονες (χωρὶς ἀναγραφὴ τοῦ χαρακτηρισμοῦ στὸ ἐτυμολογικὸ τμῆμα τοῦ ἄρθρου), ἐὰν μαρτυ-
ροῦνται μόνο μετὰ τὸ 1800.
Γιὰ τὶς μετὰ τὸ 1800 λέξεις, ἀναγράφονται (στὸ τυπολογικὸ καὶ ὄχι στὸ ἐτυμολογικό τμῆμα) μὲ
χρονολογικὴ σειρὰ οἱ παλαιότεροι λεξικογράφοι ποὺ τὶς ἀναφέρουν. Πληρέστερη ἀναγραφὴ τῶν λεξικο-
γράφων εἶναι ἀναγκαία μόνον ὅταν ἡ λέξη δὲν εἶναι κοινὴ ἢ συνήθης.
Β.3. Σημασιολογικὸ
1. Ἀντικείμενο τοῦ σημασιολογικοῦ τμήματος εἶναι ἡ λεξικὴ σημασία τῆς λέξεως στὴν δηλωτικὴ/πε-
ριγραφικὴ καὶ συνδηλωτική της διάσταση, ἀλλὰ καὶ ἡ γραμματικὴ σημασία στὴν περίπτωση συνδέσμων,
παραγωγικῶν ἐπιθημάτων κ.λπ. Ἡ σημασιολογικὴ θεώρηση εἶναι συγχρονική, ἀλλὰ μὲ ἀναδρομικὴ
διαχρονικὴ ἐξέταση, δηλαδὴ συγκεντρώνεται τὸ σύνολο τῶν σημασιῶν τῆς λέξεως ἀπὸ τὸ 1800 καὶ ἑξῆς
σὲ ὅλες τὶς ποικιλίες τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, καὶ διερευνᾶται ἡ πρώτη ἐμφάνιση τῆς κάθε σημασίας καὶ ἡ
ἐξελικτική της πορεία.
Ἡ παράθεση τῶν σημασιῶν μιᾶς λέξεως/λήμματος γίνεται ἱεραρχικὰ καὶ ὄχι παρατακτικά, δηλαδὴ
ἀποτυπώνεται τὸ σημασιολογικὸ πλέγμα τοῦ περιεχομένου της. Βασικὸ κριτήριο ταξινομήσεως τῶν ση-
μασιῶν δὲν εἶναι οὔτε ἡ συχνότητα οὔτε ἡ ἱστορικὴ σειρὰ πρώτης ἐμφανίσεως οὔτε ἡ μορφὴ τοῦ τύπου,
ἀλλὰ ἡ ἐννοιολογικὴ συνάφεια.
2. Μετὰ τὸν καθορισμὸ τῆς σημασίας ἀκολουθοῦν οἱ συντομογραφίες ποὺ δηλώνουν τὴν γεωγραφική
της ἔκταση, ἀκριβῶς ὅπως συμβαίνει στὸ τυπολογικὸ τμῆμα. Ἂν ἡ λέξη ἔχει μόνο μία σημασία, τότε ἀντὶ
γλωσσογεωγραφικοῦ προσδιορισμοῦ τίθεται ἁπλῶς ἡ συντομογραφία ἔνθ’ ἀν. (ἔνθ’ ἀνωτέρω)· ἐκτὸς ἐὰν
στὸ τυπολογικὸ ἀναφέρεται μόνον ἕνας τόπος ἢ πηγή, ὁπότε μετὰ τὴν σημασία δὲν ἀναγράφεται κανένας
γλωσσογεωγραφικὸς προσδιορισμός.
3. Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀναγραφὴ τῆς γλωσσογεωγραφικῆς κατανομῆς τῆς κάθε σημασίας παρατίθενται
κατάλληλα παραδείγματα, τὰ ὁποῖα διασαφηνίζουν τὴν σημασία αὐτὴ καὶ τὴν χρήση της. Τὰ παραδείγ-
ματα ἀκολουθοῦν τὴν ἑξῆς σειρά:
α) Συμφράσεις, δηλ. παραδείγματα στὰ ὁποῖα οἱ λέξεις συνεμφανίζονται μὲ τὸ λῆμμα σὲ μεγάλη συ-
χνότητα, π.χ. ἁπαλὸ-δροσερὸ-λιπαρὸ-μαλακὸ-σκληρὸ δέρμα, δείχνω δειλία-ἐνδιαφέρον-θάρρος.
β) Παραδείγματα ἀπὸ τὴν Κοινὴ ΝΕ.
γ) Παραδείγματα ἀπὸ διαλέκτους καὶ ἰδιώματα.
δ) Παραδείγματα γραπτοῦ πεζοῦ λόγου ἀπὸ τὴν λογοτεχνία, τὸν τύπο κ.λπ. Παραδείγματα λογο-
τεχνῶν ἢ ἄλλων συγγραφέων σὲ λόγια/καθαρεύουσα γλώσσα, τὰ ὁποῖα κρίνονται ἀναγκαῖα διότι διασα-
φηνίζουν τὴν σημασία τῆς λέξεως, τίθενται ἐντὸς εἰσαγωγικῶν.
ε) Φράσεις, ἀρὲς καὶ εὐχές.
στ) Παροιμιακὲς φράσεις, παροιμίες, γνωμικά.
ζ) Αἰνίγματα.
η) Ἄσματα καὶ ποιήματα.
4. Μετὰ ἀπὸ κάθε παράδειγμα ἀναγράφονται τὰ τοπωνύμια, ἐνῶ, ἂν κάποιο τοπωνύμιο ἐπαναλαμ-
βάνεται σὲ ἀλλεπάλληλα παραδείγματα, τίθεται μόνο στὸ πρῶτο καὶ στὰ ἑπόμενα τίθεται ἡ συντομογρα-
φία αὐτόθ. (αὐτόθι). Στὸ τέλος τῶν κοινῶν ἢ συνήθων παραδειγμάτων ἀναγράφονται οἱ συντομογραφίες
κοιν. καὶ σύνηθ.
Γ. Ὀρθογραφικὲς ἀρχὲς
1. Κατὰ τὴν ὀρθογράφηση τόσο τῶν λημμάτων καὶ τῶν παραδειγμάτων ὅσο καὶ τοῦ μεταγλωσσικοῦ
σχολιασμοῦ τοῦ ΙΛΝΕ, λαμβάνονται ὑπ’ ὄψιν οἱ ἑξῆς τρεῖς βασικὲς ἀρχές, οἱ ὁποῑες ἱεραρχοῦνται ἀξιο-
λογικὰ κατὰ περίπτωση: Ι. ἐτυμολογία ΙΙ. κοινὴ ὀπτικὴ εἰκόνα ΙΙΙ. ἑνοποίηση μορφημάτων. Συγκεκριμένα:
Ι. Ἐτυμολογία. Προτιμᾶται ἡ ὀρθογραφία ἡ ὁποία προδίδει τὴν ἐτυμολογικὴ προέλευση τῆς λέξεως
π.χ. ξινὸς ὄχι ξυνὸς (ἀπὸ τὸ ὄξινος ὄχι τὸ ὀξύς), στάβλος ὄχι σταῦλος (< λατ. stabulum). Σὲ περίπτωση
ποὺ ἡ ἐτυμολογία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διαφανεῖ ἀπὸ τὴν ὀρθογραφία, προτιμᾶται ἡ ἁπλούστερη γραφή,
π.χ. ἀβγὸ ὄχι αὐγό. Οἱ λέξεις ξενικῆς προελεύσεως γράφονται μὲ τὸν ἁπλούστερο τρόπο (δηλαδὴ χωρὶς
δήλωση τῶν διπλῶν συμφώνων ἢ τῆς μακρότητας τῶν φωνηέντων), ἐάν ἔχουν εἰσέλθει στὴν Ἑλληνικὴ
μετὰ τὴν μεταγενέστερη περίοδο, π.χ. ἀμορόζος ὄχι ἀμορῶζος, ἀβιζάρω ὄχι ἀββιζάρω, τρένο ὄχι τραῖνο.
Σὲ περιπτώσεις παρετυμολογίας ἐνδέχεται νὰ προτιμηθεῖ ἡ «μὴ ὀρθὴ» ἱστορικὰ γραφή, ἐὰν ἔχει κα-
θιερωθεῖ, ἐφόσον καὶ αὐτὴ προδίδει τὴν ἱστορία τῆς λέξεως, δηλαδὴ τὴν ἐτυμολογικὴ σύνδεση ποὺ κατὰ
τὸ παρελθὸν ἔγινε στὸ μυαλὸ τοῦ ὁμιλητῆ, π.χ. πολυθρόνα κατὰ τὸ θρόνος, κλεισούρα κατὰ τὸ κλείνω.
ΙΙ. Κοινὴ ὀπτικὴ εἰκόνα. Γιὰ τὶς λέξεις τῆς Κοινῆς ΝΕ προτιμᾶται ἡ ὀρθογραφία ἡ ὁποία δὲν συ-
γκρούεται μὲ τὸ ὀπτικὸ ἴνδαλμα ποὺ ἔχει δημιουργηθεῖ ἀπὸ τὴν χρήση τῆς λέξεως στὸν σύγχρονο γραπτὸ
λόγο, ἀκόμα καὶ ἂν εἶναι πιὸ ἀπομακρυσμένη ἀπὸ τὴν ἐτυμολογία, π.χ. ἀγόρι ὄχι ἀγώρι (< ἄωρος), ἢ
ἀκόμα καὶ σὲ περιπτώσεις ποὺ ἡ παλαιὰ ὀρθογραφία εἶχε μιὰ σχετικὴ διάδοση κατὰ τὸ παρελθόν, π.χ.
σκύλος ὄχι σκύλλος, κοιτάζω ὄχι κυττάζω. Ἡ ὀρθογραφία τῶν μεσαιωνικῶν καὶ νεοτέρων δημωδῶν
πηγῶν, ἡ ὁποία εἶναι σχεδὸν καθ’ ὁλοκληρίαν ἐπιλογὴ τοῦ ἑκάστοτε ἐκδότη ἢ σύγχρονου λεξικογράφου,
δὲν εἶναι ὑποχρεωτικὸ νὰ υἱοθετεῖται, ἐκτὸς ἂν τὸ παράθεμα λαμβάνεται αὐτούσιο μὲ παραπομπή. Ἐὰν
τὰ περισσότερα λεξικὰ τῆς Κοινῆς ΝΕ συμφωνοῦν στὴν ὀρθογράφηση μιᾶς λέξεως, αὐτὴ λαμβάνεται ὑπ’
ὄψιν. Μέτρο συγκρίσεως μπορεῖ ἐπίσης νὰ ἀποτελέσει καὶ ἡ σχολικὴ ὀρθογραφία (ἐγχειρίδια, λεξικά,
γραμματικές), καθὼς καὶ τὰ διαθέσιμα διαδικτυακὰ σώματα κειμένων (ΕΘΕΓ καὶ ΣΕΚ). Σὲ γενικὲς
γραμμές τηροῦνται οἱ ὀρθογραφικὲς ἀρχὲς τῆς Νεοελληνικῆς Γραμματικῆς, Ἀθῆναι 1941.
IΙΙ. Ἑνοποίηση μορφημάτων, ἰδίως προσφυμάτων. Σὲ περίπτωση ποὺ ἡ ἐτυμολογία ὑπαγορεύει δια-
φορετικὴ ὀρθογράφηση δύο λέξεων ποὺ φέρουν ὁμόηχα ἢ σχεδὸν ὁμόηχα ἐπιθήματα, προτιμᾶται ἡ ἑνιαία
ὀρθογράφησή τους, π.χ. κατὰ τὸ στρατιώτης καὶ Βασίλης (ὄχι Βασίλεις), Δημήτρης (ὄχι Δημήτρις), κατὰ
τὸ ἀγάπη καὶ πόλη (ὄχι πόλι).
2. Τὸ τονικὸ σύστημα ποὺ υἱοθετεῖ τὸ ΙΛΝΕ εἶναι τὸ πολυτονικὸ μὲ βάση τὴν Νεοελληνικὴ Γραμμα-
τική, Ἀθῆναι 1941 (§ 84-102), μὲ ὁρισμένες τροποποιήσεις.
Δ. Ἀρχὲς φωνητικῆς μεταγραφῆς τοῦ ΙΛΝΕ
Τὰ εἰδικὰ φθογγόσημα τοῦ ΙΛΝΕ χρησιμοποιοῦνται ὡς ἑξῆς (ἡ δήλωση τόπου στὰ παραδείγματα
εἶναι ἁπλῶς ἐνδεικτική). Ἀναλυτικὲς ὁδηγίες ἐφαρμογῆς τῶν φθογγοσήμων παρέχονται στὸν Κανονισμὸ
Συντάξεως.
α̈ [æ]: | Φωνῆεν ἀνοικτό, πρόσθιο, μὴ στρογγυλό. Πραγματώνεται μεταξὺ [a] καὶ [e], π.χ. παλλικαρα̈̀ [palikarǽ], δα̈βαίνω [ðævéno], φέρ’α̈̓το [féræto] Πόντος. |
b [b]: | Σύμφωνο κλειστό, διχειλικό, ἠχηρό. Τὸ σύμβολο αὐτὸ χρησιμοποιεῖται σὲ περιπτώσεις ἀμφιση- μίας μεταξὺ προέρρινης καὶ μὴ προέρρινης ἐκφορᾶς. Παραδείγματα: κάμboς [kámbos], κάboς [kábos]. |
γ̑ [ʝ]: | Σύμφωνο τριβόμενο, οὐρανικό, ἠχηρό, γιὰ τὴν δήλωση α) τοῦ φθόγγου ποὺ ἀναπτύσσεται μεταξὺ φωνηέντων, στὰ ὅρια λέξεων καὶ β) τὴν οὐρανικὴ πραγμάτωση τοῦ /ɣ/ σὲ περιπτώσεις ἀποβολῆς τοῦ ἀκόλουθου πρόσθιου φωνήεντος /i/, π.χ. ἡ-γ̑-ὄμορφη [iʝómorfi], στέγ̑’ [steʝ] βόρεια ἰδιώματα, γ̑’ναίκα [ʝnéka] Λέσβος, κυνήγ̑’μα [ciníʝma] Σιάτιστα. |
γ́ [ʑ]: | Σύμφωνο τριβόμενο, φατνοουρανικό, ἠχηρό, τὸ ὁποῖο προκύπτει ἀπὸ τὴν περαιτέρω οὐράνωση τοῦ [ʝ], π.χ. Παναγ́ία [panaʑía] Kρήτη, Ἀνατολικὴ καὶ Μέσα Μάνη κ.ἀ. |
γ̇ [ɣ] | Σύμφωνο τριβόμενο, ὑπερωικό, ἠχηρό, γιὰ τὴν δήλωση τοῦ φωνήματος /ɣ/ ποὺ δὲν ἔχει ὑποστεῖ οὐράνωση πρὶν ἀπὸ τὰ πρόσθια φωνήεντα [e] καὶ [i], φαινόμενο ποὺ ἀπαντᾶ σπανίως στὴν Καππαδοκική, π.χ. γ̇υλτσὺς [ɣiltsίs] Καππ. (Μισθ.), γ̇υλκὺ [ɣilcί] Καππ. (Ἀραβαν. Γούρδ. Μισθ. Φάρασ. κ.ἀ.), βλ. λ. γλυκός. |
d [d]: | Σύμφωνο κλειστό, ὀδοντικό, ἠχηρό. Τὸ σύμβολο αὐτὸ χρησιμοποιεῖται σὲ περιπτώσεις ἀμφι- σημίας μεταξὺ προέρρινης καὶ μὴ προέρρινης ἐκφορᾶς. Παραδείγματα: πένdε [pénde], πέdε [péde]. |
ḍ-ḍ [ɖ:]: | Σύμφωνο διπλό, κλειστό, ἀνακεκαμμένο, ἠχηρό. Πρόκειται γιὰ τὴν πραγμάτωση τοῦ διπλοῦ /l/ στὴν Ἀπουλία καὶ τὴν Καλαβρία, π.χ. φύḍ-ḍo [fíɖ:o] (=φύλλο). |
i [ɯ]: | Φωνῆεν ὀπίσθιο, κλειστό, μὴ στρογγυλό, κυρίως σὲ δάνεια ἐκ τῆς Τουρκικῆς, π.χ. μπατiρντi ́ζω [batɯrdɯ́zo] Καππαδοκία, ρακi ́ [rakɯ́] Πόντος. |
ζ̑ [ʒ]: | Σύμφωνο συριστικό, φατνοουρανικό, ἠχηρὸ (παχύ), π.χ. τραπέζ̑α [trapéʒa] Kύπρος. |
ζ̆ [r̝]: | Σύμφωνο παλλόμενο, φατνιακό, τριβόμενο· ἰδιάζουσα οὐρανωμένη προφορὰ τοῦ /r/, ὅταν ἀκο- λουθεῖται ἀπὸ συνιζανόμενη συλλαβὴ ἢ /i/ στὴν Τσακωνική, π.χ. ζοζ̆ίζου [zor̝ízu] (=ζορίζω), ἔζ̆ιφο [ér̝ifo] (=κατσίκι), ζ̆άτσι [r̝átsi] (=ρυάκι). Ἡ φωνητικὴ μεταγραφὴ τοῦ φθόγγου αὐτοῦ εἶναι ὣς ἕνα βαθμὸ συμβατική, καθὼς ἡ ἀρχικὴ προφορὰ ἔχει σὲ πολλὲς περιπτώσεις ἐξελιχθεῖ σὲ ἁπλὸ [ʒ] ἢ [r], χωρὶς αὐτὸ νὰ σημειώνεται συστηματικὰ στὶς παλαιότερες ἢ καὶ νεότερες περιγραφές. |
g [g] ἢ [ɉ]: | Σύμφωνο ὑπερωϊκὸ (πρὶν ἀπὸ ὀπίσθια φωνήεντα) καὶ οὐρανικὸ (πρὶν ἀπὸ πρόσθια φωνή- εντα), κλειστό, ἠχηρό. Τὸ σύμβολο αὐτὸ χρησιμοποιεῖται σὲ περιπτώσεις ἀμφισημίας μεταξὺ προέρρινης καὶ μὴ προέρρινης ἐκφορᾶς. Παραδείγματα: πάνgος [páŋgos], πάgoς [págos], μάgικος [máɉicos]. |
g̑ [ɉ]: | Σύμφωνο κλειστό, οὐρανικό, ἠχηρό. Δηλώνει τὴν οὐρανικὴ πραγμάτωση τοῦ /g/ σὲ περιπτώσεις ἀποβολῆς τοῦ ἀκόλουθου πρόσθιου φωνήεντος /i/, π.χ. ἀνάg̑’ [anáɉ] βόρεια ἰδιώματα. |
ǵ [ʥ]: | Σύμφωνο προστριβές, φατνοουρανικό, ἠχηρό, τὸ ὁποῖο προκύπτει ἀπὸ τὴν οὐράνωση τοῦ /g/, π.χ. ἄǵελοs [áʥelos] Μέσα καὶ Ἀνατολικὴ Μάνη, ἢ ἀποτελεῖ ἀλλόφωνο τοῦ /l/ σὲ συνιζα- νόμενη συλλαβὴ ἢ πρὸ τοῦ /i/, π.χ. ǵιgουρίνι [ʥiguríni] (=εἶδος ψαριοῦ, λικουρίνι) Θήρα (Ἐμπορ.), ἀγριǵὰ [aɣriʥá] Σίφν. (ἀγριγγα͜ιά, βλ. λ. ἀγριελα͜ιά). Κατὰ τόπους πιθανὸν νὰ περιλαμβάνει καὶ δασύτητα. |
h [h]: | Γλωττιδικὸ ἄηχο, ποὺ ἀπαντᾶ στὴν Ποντιακὴ καὶ Καππαδοκική. |
κ͑ [kh] ἢ [ch]: | Σύμφωνο ὑπερωϊκὸ (πρὶν ἀπὸ ὀπίσθια φωνήεντα) καὶ οὐρανικὸ (πρὶν ἀπὸ πρόσθια φω- νήεντα), κλειστό, δασύ, ποὺ ἀπαντᾶ στὶς διαλέκτους Πόντου, Καππαδοκίας καὶ Τσακωνιᾶς, π.χ. ζαρούκ͑ου [zarúkhu] (=ζαρώνω), κ͑ούλε [khúle] (=ἀγκάθι), σ̑εζ̆ικ͑ὴ [ʃer̝ichí] (=θεριστὴς) Tσακωνιά. |
κ̑ [c]: | Σύμφωνο κλειστό, οὐρανικό, ἄηχο. Δηλώνει τὴν οὐρανικὴ πραγμάτωση τοῦ /k/ σὲ περιπτώσεις ἀποβολῆς τοῦ ἀκόλουθου πρόσθιου φωνήεντος /i/, π.χ. πιδάκ̑’ [piðác] βόρεια ἰδιώματα, κ̑’νῶ [cno] (=κινῶ) Σιάτιστα. |
κ́ [ʨ]: | Σύμφωνο προστριβές, φατνοουρανικό, ἄηχο, τὸ ὁποῖο προκύπτει ἀπὸ τὴν περαιτέρω οὐρά- νωση τοῦ [c]. Κατὰ τόπους πιθανὸν νὰ περιλαμβάνει καὶ δασύτητα. Παραδείγματα: παιδάκ́ι [peðáʨi], κ́αὶ [ʨe] Kρήτη, Μέσα καὶ Ἀνατολικὴ Μάνη κ.ἀ. |
κ̇ [k] | Σύμφωνο κλειστό, ὑπερωικό, ἄηχο, γιὰ τὴν δήλωση τοῦ φωνήματος /k/ ποὺ δὲν ἔχει ὑποστεῖ οὐράνωση πρὶν ἀπὸ τὰ πρόσθια φωνήεντα [e] καὶ [i], φαινόμενο ποὺ ἀπαντᾶ σποραδικὰ (Καππαδοκία, Κάρπαθος, Κρήτη). |
κ-κ [k:], κ-κ͑ [kh:], κχ [kx]: | Σύμφωνο διπλό, ὑπερωϊκό, κλειστὸ (δασύ), π.χ. κοῦκ-κος [kúk:os] χωριὰ τῆς Χίου, κόκ-κ͑αλον [kókh:alon] Ρόδος, Kαλαβρία, δάκχαμ-μα [ðákxam:a] Σύμ. Σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις τουρκικῶν δανείων, ὅπου δὲν ἔχει ἐπισυμβεῖ περαιτέρω οὐράνωση τοῦ διπλοῦ /k/ σὲ [ʨ], [tʃ] ἢ [ts] μπροστὰ ἀπὸ πρόσθιο φωνῆεν, ὁ συμβολισμὸς <κ-κ͑> χρησιμοποιεῖται καὶ γιὰ τὴν δήλωση διπλοῦ οὐρανικοῦ κλειστοῦ δασέος συμφώνου [ch:], π.χ. ἐξίκ-κ͑ιν [eksích:in], κ-κ͑εφτὲς [ch:eftés] Κύπρος, μbακ-κ͑ίριν [mbach:írin] Ρόδος. |
κ́-κ́ [ʨ:]: | Σύμφωνο διπλό, οὐρανικό, κλειστό, δασύ, π.χ. κόκ́-κ́ινος [kóʨ:inos] Κῶς. |
λ̑ [ʎ]: | Σύμφωνο πλευρικό, οὐρανικό, σὲ περιπτώσεις οὐρανώσεως τοῦ /l/ πρὶν ἀπὸ τὸ πρόσθιο φωνῆεν /i/. Χρησιμοποιεῖται ἐπίσης σὲ περιπτώσεις ἀποβολῆς τοῦ ἀκόλουθου πρόσθιου φωνήεντος /i/ σὲ περίπτωση ποὺ τὸ προηγούμενο /l/ εἶναι οὐρανικοποιημένο, π.χ. λ̑ίγο [ʎíɣo] Ἀχαΐα, μπόλ̑’ [bóʎ], ἄλ̑’μμα [áʎma] Ἴμβρ., ἀλλὰ μπόλι [bóli̭] Κοζάν., μπόλ’ [bol] Πόντ. |
λ̣ [ɻ]: | Σύμφωνο προσεγγιστικό, ἀνακεκαμμένο· πραγμάτωση τοῦ /l/ σὲ ἀρκτικὴ καὶ μεσοφωνηεντικὴ θέση πρὸ τῶν ὀπισθίων φωνηέντων /a ο u/ στὴν Δ. Κρήτη (Ἀνώγεια, Σφακιά, χωριὰ τῶν ἐπαρ- χιῶν Ἁγ. Βασιλείου καὶ Ἀποκορώνου), στὴν Νάξο (Ἀπέραθος) καὶ στὴν Σαμοθράκη (Χώρα), π.χ. θάλ̣ασσα [θáɻasa] καλ̣ὰ [kaɻá] Κρήτ., μελ̣άν̑’ [meɻáɲ] Σαμοθρ. Σημειωτέον ὅτι μέχρι τὸ λ. δαχτυλωτὸς ὁ φθόγγος αὐτὸς δηλωνόταν μὲ τὸ φθογγόσημο <λ̇>, τὸ ὁποῖο ἀπὸ τὸ λ. δὲ καὶ ἑξῆς δηλώνει τὸ πλευρικὸ ἀνακεκαμμένο [ɭ]. |
λ̇ [ɭ]: | Σύμφωνο πλευρικὸ ἀνακεκαμμένο, πραγμάτωση τοῦ /l/ μόνο πρὶν ἀπὸ τὸ φωνῆεν /i/ στὴν ΒΔ Μάνη (τέως δῆμος Καρδαμύλης καὶ χωριὰ τοῦ τέως δήμου Λεύκτρου), π.χ. γουλ̇ὶ [ɣuɭí] Μάν. (Ἐξωχώρ. Τσέρ.), λ̇ιγάτσι [ɭiɣátsi] Μάν. (Προσήλ.). Σημειωτέον ὅτι τὸ σύμβολο αὐτὸ χρησιμοποιήθηκε σποραδικὰ ὣς τὸ λ. δαχτυλωτὸς γιὰ νὰ δηλώσει τὴν ἀπουσία οὐρανώσεως τοῦ /l/ πρὶν ἀπὸ τὸ πρόσθιο φωνῆεν /i/, συμβολισμὸς ποὺ περιττεύει, καθότι πρόκειται γιὰ τὴν προφορὰ τῆς Κοινῆς ΝΕ. Ὁ συμβολισμὸς αὐτὸς ἔχει χρησιμοποιηθεῖ ἰδιαιτέρως γιὰ λέξεις ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, π.χ. γλ̇υκὺς [ɣlicís] (βλ. λ. γλυκός), καὶ ἀπὸ τὰ βόρεια ἰδιώματα, π.χ. γιλ̇ικάκ̑’ [ʝilikác] Στερελλ. (βλ. λ. γελεκάκι), γλ̇υκὸ [ɣlicó] Ἤπ. (Κόνιτσ.) |
Σύμφωνο πλευρικό, ὑπερωικό, συνήθως μπροστὰ ἀπὸ τὰ φωνήεντα /a ο u/ στὴν Κεντρικὴ Μα- κεδονία, περιοχὲς τῆς Δ. Κρήτης (ἐπαρχίες Κυδωνίας, Ἁγ. Βασιλείου, Ρεθύμνης), Β. Εὔβοια, περιοχὲς Σύμης, Καλύμνου καὶ Κῶ κ.ἀ., π.χ. κα μου οὐρανώσεως τοῦ /l/ πρὸ τοῦ /i/ στὴν Τσακωνικὴ διάλεκτο καὶ σποραδικὰ σὲ ἄλλες διαλε- κτικὲς ποικιλίες, δηλαδὴ ἕναν φθόγγο ὅμοιο μὲ τὸ [l] τῆς Κοινῆς ΝΕ, π.χ. ἀγρζ̆ο (λ. ἀγριελα͜ιά), βο μάτωση ποὺ δὲν χρήζει ἰδιαιτέρου συμβολισμοῦ καὶ ἑπομένως δηλώνεται μὲ τὰ <λ> καὶ [l] ἀπὸ τὸ λῆμμα δὲ καὶ ἑξῆς. Σπανίως χρησιμοποιήθηκε καὶ γιὰ τὴν δήλωση τοῦ ἀνακεκαμμένου [ɻ] τῆς Κρήτης, π.χ. ἄ | |
λ-λd [ld:]: | Σύμφωνο πλευρικό, φατνιακὸ διπλό, τοῦ ὁποίου τὸ δεύτερο σκέλος πραγματώνεται ὡς κλειστὸ φατνιακὸ ἠχηρό, π.χ. φύλ-λdο [fíld:o] Pόδος. |
ν̑ [ɲ]: | Σύμφωνο ἔρρινο, οὐρανικό, σὲ περιπτώσεις οὐρανώσεως πρὶν ἀπὸ τὸ πρόσθιο φωνῆεν /i/. Χρη- σιμοποιεῖται ἐπίσης σὲ περιπτώσεις ἀποβολῆς τοῦ ἀκόλουθου πρόσθιου φωνήεντος /i/, ὅταν τὸ προηγούμενο /n/ εἶναι οὐρανικοποιημένο, π.χ. ν̑ίκη [ɲíci] Ἀχαΐα, φτειάν̑’ [ftçáɲ] Πήλιο, ἀν̑’ψὸς [aɲpsós] Σάμος, ἀλλὰ φτειάνει [ftçáni̭] Κοζάνη, βελόν’ [velón] Πόντ. |
ν̇ [ɳ]: | Σύμφωνο ἔρρινο, ἀνακεκαμμένο, πραγμάτωση τοῦ /n/ μόνο πρὶν ἀπὸ τὸ φωνῆεν /i/ στὴν ΒΔ Μάνη (τέως δῆμος Καρδαμύλης καὶ χωριὰ τοῦ τέως δήμου Λεύκτρου), π.χ. παν̇ὶ [paɳí] Mάν. (Ἐξωχώρ. Τσέρ.), κανόν̇ι [kanóɳi] Μάν. (Προσήλ.). Mέχρι τὸ λ. δαχτυλωτὸς ὁ φθόγγος αὐτὸς δηλωνόταν σποραδικὰ μὲ τὸ φθογγόσημο <ν̣ >, π.χ. γέν̣ ν̣ ημα [ʝéɳima] Πελοπν. (Καρ- δαμ. Λεῦκτρ. Ἐξωχώρ. Πραστ. Σαηδόν.), τὸ ὁποῖο καταργεῖται. |
ξ̑ [kʃ]: | Πρόκειται γιὰ τὸ σύμπλεγμα [k] + [ʃ], π.χ. ξ̑έρου [kʃéru] βόρ. ἰδιώμ. |
ö [ø]: | Φωνῆεν πρόσθιο, μέσο, στρογγυλό, μεταξὺ [o] καὶ [e], π.χ. ἅöς [áøs] (=ἅγιος) Πόντος, κöσὲ [cøsé] (=γωνιὰ) Καππαδοκία. |
ου [w]: | Ἡμίφωνο ὀπίσθιο, κλειστό, στρογγυλό. Χρησιμοποιεῖται, ὡς ἐκθέτης, γιὰ τὴν βραχεία ἡμιφω- νικὴ πραγμάτωση τοῦ /l/, π.χ. ἄουο [áwo] (=ἄλογο) Σαμοθράκη, καουὰ [kawá] (=καλά), Ἀ. Pουμελία, Φιλότι Νάξου κ.ἀ. |
π͑ [ph]: | Σύμφωνο διχειλικό, κλειστό, δασύ, ποὺ ἀπαντᾶ στὶς διαλέκτους Πόντου, Καππαδοκίας καὶ Τσακωνιᾶς, π.χ. π͑λὰν [phlan] (=πλάγια) Πόντος, π͑αφτὰ [phaftá](=πόρπη) Καππαδοκία. |
π-π [p:], π-π͑ [ph:], πφ [pf]: | Σύμφωνο διπλό, διχειλικό, κλειστὸ (δασύ), π.χ. κούπ-πα [kúp:a] χωριὰ τῆς Χίου, π-π͑έφτει [ph:éfti] Kύπρος, Καλαβρία, κουρούπφι [kurúpfi] Σίφνος. |
q [q]: | Σύμφωνο φαρυγγικὸ ἄηχο κλειστό, τὸ ὁποῖο ἐμφανίζεται ἀντὶ τοῦ /ɣ/ σὲ ἀρκτικὴ θέση λέξεων ἑλληνικῆς προελεύσεως σὲ ἰδιώματα τῆς Καππαδοκικῆς (Μαλακοπή, Φλογητά, Σίλατα), π.χ. qάμος [qámos] (=γάμος). Ὣς τὸ λ. δαχτυλωτὸς ὁ φθόγγος αὐτὸς σημειώνεται ὡς <κ̇> (βλ. λ. γλυτώνω, γριά), |
σ̑, σ̑ [ʃ]: | Σύμφωνο τριβόμενο, συριστικὸ (παχύ), οὐρανοφατνιακό, ἄηχο, τὸ ὁποῖο προκύπτει ἀπὸ τὴν οὐράνωση τοῦ /x/ καὶ τοῦ /s/, π.χ. σ̑έριν [ʃéɾin] (=χέρι), ἴσ̑α [íʃa] (=ἴσια) Κύπρος, τοὺ σπίτι τ’σ̑ [tuspίtitʃ] Ἴμβρος. |
σ̑-σ̑ [ʃ ̈́:]: | Σύμφωνο διπλό, τριβόμενο, συριστικὸ (παχύ), οὐρανοφατνιακό, ἄηχο, τὸ ὁποῖο προκύπτει ἀπὸ τὴν οὐράνωση καὶ ἀφομοίωση τοῦ συμπλέγματος [sk], π.χ. σ̑-σ̑ύλος [ʃ:ílos] Κύπρος. |
τ͑ [th]: | Σύμφωνο ὀδοντικό, κλειστό, δασύ, ποὺ ἀπαντᾶ στὶς διαλέκτους Πόντου, Καππαδοκίας καὶ Τσακωνιᾶς, π.χ. ἀνοιτ͑ὲ [anithé] (=ἀνοιχτὸς) Tσακωνιά, τ͑ύρα (=θύρα) Ἀνακού. |
τ-τ [t:], τ-τ͑ [th:], τθ [tθ]: | Σύμφωνο διπλό, ὀδοντικό, κλειστὸ (δασύ), π.χ. κότ-τες [kót:es] χωριὰ τῆς Χίου, ποτ-τ͑ὲ [poth:é] Kύπρος, Κάτω Ἰταλία, κουφέτθο [kufétθo] Kάλυμνος. |
τζ̑ [dʒ]: | Προστριβές, οὐρανοφατνιακό, ἠχηρό, π.χ. ἄντζ̑ελος [ándʒelos] Κύπρος, τζ̑άμι [dʒámi] Καπ- παδοκία. Σημειωτέον ὅτι τὸ σύμβολο αὐτὸ χρησιμοποιεῖται σὲ πολλά λεξικὰ καὶ ἐκδόσεις στὸ κυπριακὸ ἰδίωμα γιὰ τὴν ἀπόδοση τοῦ ἀντίστοιχου ἄηχου προστριβοῦς [tʃ]· ἔχει ἐπίσης χρη- σιμοποιηθεῖ περιστασιακὰ σὲ κυπριακὰ παραδείγματα καὶ στὸ ΙΛΝΕ μέχρι τὸ λ. δαχτυλωτός, π.χ. τζ̑αὶ (=καί). |
τζ̑-τζ̑ [dʒ:]: | Σύμφωνο διπλό, προστριβές, οὐρανοφατνιακό, ἠχηρό, π.χ. τζ̑-τζ̑ὸ [dʒ:o] (=δυὸ) Ρόδος, καρύτζ̑-τζ̑α [karídʒ:a] (=καρύδια) Ρόδος. |
τσ̑ [tʃ]: | Προστριβές, οὐρανοφατνιακό, ἄηχο, π.χ. τσ̑ερὶν [tʃerín] (=κερὶ) Κύπρος, τσ̑οῦχος [tʃúxos] (=τοῖχος) Καππαδοκία, τσ̑άο [ʧáo] (=τράγος), ἄτσ̑ωπο [áʧοpo] (=ἄνθρωπος) Τσακωνιά. |
τσ̑-τσ̑: [tʃ:]: | Προστριβές, διπλό, οὐρανοφατνιακό, ἄηχο, π.χ. κουτσ̑-τσ̑ὰ [kutʃ:á] (=κουκκιὰ) Ρόδος, σάτσ̑-τσ̑οι [sátʃ:i] (=παλτὰ) Κύπρος. |
τσ͑ [tsh]: | Προστριβές, φατνιακό, ἄηχο, δασύ, ἀποκλειστικὴ προφορὰ τοῦ συμπλέγματος [ts] στὴν Κύ- προ, π.χ. ἔτσ͑ι [étshi], μουτσ͑ούνα [mutshúna], καὶ ἀποτέλεσμα ἐξελίξεως διαφόρων συμφώνων ἢ συμφωνικῶν συμπλεγμάτων στὴν Τσακωνιά, π.χ. τσ͑ερὲ [tsheré] (=ξερός), τσ͑εία [tshía] (=θεία), ὅτσ͑ι [ótshi] (=ὅτι). |
ϋ [y]: | Φωνῆεν πρόσθιο, κλειστό, στρογγυλό, π.χ. σϋρϋ ́ν [syry ́n] Πόντος, κϋνΰργια [cynýrʝa] Kαππαδοκία. |
χ̑ [ç]: | Σύμφωνο τριβόμενο, οὐρανικό, ἄηχο. Δηλώνει τὴν οὐρανικὴ πραγμάτωση τοῦ /x/ σὲ περιπτώ- σεις ἀποβολῆς τοῦ ἀκόλουθου πρόσθιου φωνήεντος [i], π.χ. ἔχ̑’ [eç] (=ἔχει) βόρεια ἰδιώματα, χ̑’μώνας [çmónas] Σιάτιστα. |
χ́ [ɕ]: | Σύμφωνο τριβόμενο, φατνοουρανικό, ἄηχο, τὸ ὁποῖο προκύπτει ἀπὸ τὴν οὐράνωση τοῦ /x/ καὶ τοῦ /s/, π.χ. χ́έρα [ɕéra] Kρήτη, παινεχ́άρης [peneɕáris] (=παινεσιάρης) Μέσα Μάνη κ.ἀ. |
χ̇ [x] | Σύμφωνο τριβόμενο, ὑπερωικό, ἄηχο, γιὰ τὴν δήλωση τοῦ φωνήματος /x/ ποὺ δὲν ἔχει ὑποστεῖ οὐράνωση πρὶν ἀπὸ τὰ πρόσθια φωνήεντα [e] καὶ [i], φαινόμενο ποὺ ἀπαντᾶ σὲ ἰδιώματα τῆς Καππαδοκικῆς, π.χ. ἔχ̇εις [éxis] Καππ. (Μισθ.), χ̇εκ͑ίμης [xekhímis] (=γιατρὸς) Φάρασ. |
ψ̑ [pʃ]: | Πρόκειται γιὰ τὸ σύμπλεγμα [p] + [ʃ], π.χ. ψ̑υχὴ [pʃiçí] Χαλκιδική, ἁψ̑ότητα [apʃótita] Μεσ- σηνία. |
ω̈́ [ø]: | Φωνῆεν πρόσθιο, μέσο, στρογγυλό. Χρησιμοποιεῖται γιὰ λόγους ἱστορικῆς ὀρθογραφίας καὶ εἶναι ἀντίστοιχο τοῦ φθογγοσήμου <ö>, π.χ. παλω̈́νω [palǿno] (=παλαιώνω) Πόντος καὶ Καππαδοκία. |
α̟ [ ̟] | Ἡ ἰδιάζουσα στὸ ἰδίωμα Λευκῶν Πάρου κλειστὴ προφορὰ τῶν φωνηέντων /a/ /e/ καὶ /ο/, ἡ ὁποία προκύπτει ἀπὸ τὴν ἀποβολὴ τονισμένου /í/ καὶ /ú/ καὶ τὴν μετακίνηση τοῦ τόνου στὴν ἑπόμενη συλλαβή, τῆς ὁποίας τὸ φωνῆεν πραγματώνεται κλειστότερα καὶ ἀσθενέστερα, δηλώνεται ὡς ἑξῆς: μὲ τὰ φθογγόσημα τοῦ ΙΛΝΕ ὡς ἐκθέτες, τηρουμένης τῆς συμβατικῆς ὀρθογραφίας, καὶ στὸ ΔΦΑ μὲ τὴν χρήση τοῦ εἰδικοῦ διακριτικοῦ [ ̟] ποὺ δηλώνει κλειστότερη/ὑψηλότερη προφορά. Παραδείγματα: ἀδ’νατ’ζῶ [aðnatzó̟] (=ἀδυνατίζω), ἀν’φόρος [anfό̟ros] (=ἀνήφορος), ἀκ’τὲ [akté̟] (=ἀκοῦτε), κλ’μὰ [klma̟] (=κλῆμα). |
Ε. Τοπωνύμια
1. Ἡ ἀναγραφὴ τῶν τοπωνυμίων, γιὰ τὸν ἀκριβέστερο προσδιορισμὸ τοῦ τόπου προελεύσεως τοῦ
ὑλικοῦ ἀλλὰ καὶ γιὰ λόγους συμβατότητας πρὸς τὸ Ἀρχεῖο χειρογράφων τοῦ Κέντρου, γίνεται σύμφωνα
μὲ τὴν παλαιότερη (ἰσχύουσα μέχρι τὸ 1990) διοικητικὴ διαίρεση σὲ δήμους καὶ κοινότητες, πρὸ τῆς
ἐφαρμογῆς δηλ. τῶν σχεδίων «Καποδίστριας» (1997) καὶ «Καλλικράτης» (2010). Συγκεκριμένα, τη-
ρεῖται ἡ ἐπίσημη διοικητικὴ διαίρεση, μορφὴ καὶ ὀρθογραφία τῶν τοπωνυμίων σύμφωνα μὲ τὴν ἔκδοση:
Γεωγραφικὸς Κώδικας τῆς Ἑλλάδος κατὰ νομό, ἐπαρχία, δῆμο ἢ κοινότητα καὶ οἰκισμό, Ἀθήνα: Ἐθνικὴ
Στατιστικὴ Ὑπηρεσία τῆς Ἑλλάδος, 1991. Ὁ τονισμὸς τῶν τοπωνυμίων προσαρμόζεται στὶς ὀρθογρα-
φικὲς διατάξεις τοῦ ΙΛΝΕ. Τὰ τοπωνύμια παρατίθενται σὲ πτώση ὀνομαστική, ἐκτὸς τῶν νομῶν καὶ
ἐπαρχιῶν, π.χ. Σερρ. =(νομὸς) Σερρῶν ἀλλὰ Σέρρ. =Σέρραι.
2. Ὁ γεωγραφικὸς προσδιορισμὸς τύπου ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν διάλεκτο ἢ τὸ ἰδίωμα προσφύγων
μετὰ τὴν ἀνταλλαγὴ πληθυσμῶν τοῦ 1922-1923 ἀφορᾶ τὴν ἀρχικὴ περιοχὴ προελεύσεως καὶ ὄχι τὴν
περιοχὴ προσφυγικῆς μετεγκαταστάσεως.
3. Ἡ σειρὰ καὶ ἡ μορφὴ ἀναγραφῆς τῶν τοπωνυμίων (σὲ συντομογραφημένη μορφὴ σύμφωνα μὲ τὸν
πίνακα ποὺ παρατίθεται σὲ κάθε τόμο) στὸ συντακτικὸ ἄρθρο ἀκολουθεῖ τὴν ἑξῆς πρακτική:
Ἐκτὸς παρενθέσεως γράφεται ὁ εὐρύτερος τοπωνυμικὸς προσδιορισμὸς καὶ ἐντὸς παρενθέσεως ὁ
στενότερος, π.χ. Πιερ. (Βροντ. Λιτόχ. Πόροι Ρητίν.). Ἡ διαβάθμιση τῶν τοπωνυμικῶν προσδιορισμῶν
ἀκολουθεῖ τὴν ἑξῆς σειρά: νομὸς > περιοχὴ > ἐπαρχία > πόλη/χωριό.